Η μετάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού στους ανθρώπους και η αποδοχή
του λυτρωτικού μηνύματος αυτού, που συντελείται σε όλη την οικουμένη
έχει πολλά χαρακτηριστικά του ελληνικού πνεύματος. Η ανάπτυξη του
ελληνικού πνεύματος συντελέστηκε στις περιοχές της Μέσης Ανατολής από τα
χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου[1].
Η εξάπλωση του Ελληνισμού συντελείται με τις κατακτήσεις του Μεγάλου
Αλεξάνδρου και την καθιέρωση των ελληνιστικών βασιλείων από τους
διαδόχους του, σε όλη την περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου και της
Μέσης Ανατολής. Με την επέκταση αυτή ο Ελληνισμός ήρθε σε αμεσότερη
επαφή με τους αυτόχθονες πολιτισμούς των χωρών της κατάκτησης του, με
αποτέλεσμα οι επιδράσεις να είναι αμφίρροπες, ιδιαίτερα με τους
Ιουδαίους της διασποράς[2].
Ο Ελληνισμός, αποτέλεσε την κυρίαρχη πνευματική, γλωσσική και
πολιτιστική ταυτότητα του μέχρι της εποχής του υπάρχοντος γνωστού
κόσμου.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (περ. 480-430 π.Χ.) τα τέσσερα στοιχεία που
προβάλλουν ως χαρακτηριστικά της ενότητας των Ελλήνων είναι: α) το αίμα, δηλαδή
η κοινή καταγωγή, β) η γλώσσα, γ) η θρησκεία και δ) τα ήθη. Ο Ελληνισμός είναι
κατά τον Ηρόδοτο πρωτίστως και κυρίως ένα γεγονός πολιτιστικό[3]. Η
έννοια του Ελληνισμού αναφέρονταν στην παιδεία και τον πολιτισμό ως
χαρακτηριστικά της ζωής όλων σχεδόν των λαών της Μεσογείου. Ο Ελληνισμός
αποτελεί και χαρακτηρίζει τελικά ένα τρόπο ζωής, μια ιδέα πολιτισμού. Ως
Έλληνας χαρακτηρίζεται όποιος είναι κάτοχος της ελληνικής παιδείας.
Ο Χριστιανισμός είναι μια κοσμοθεωρία, που βασίζεται στη χάρη του
ενός και μοναδικού Θεού, που δημιουργεί τον κόσμο και έτσι τον υπερβαίνει[4].
Σε αντίθεση με τον Ελληνισμό, ο Χριστιανισμός, είναι μια θρησκεία και μάλιστα
μονοθεϊστική. Μια θρησκεία που έχει δημιουργηθεί εξ’ αποκαλύψεως και ανήκει
στις λεγόμενες «θρησκείες του βιβλίου»[5].
Ο
Ελληνισμός την εποχή των πρώτων χριστιανικών αιώνων, πρέσβευε ως βασική αρχή
της τελείωσης του ανθρώπου την ηθική της αριστείας [6]. Η ολοκλήρωση και υπεροχή του ενάρετου
ανθρώπου, που έτσι θα μπορέσει να οδηγηθεί στην τελειότητα και σωτηρία. Ο Ελληνισμός είναι επίσης μια κοσμοθεωρία, η οποία
στηρίζεται στη φύση. Για αυτό τον λόγο είναι πολυθεϊστικός και αναφέρεται στον
κόσμο. Βασικό και πρωταρχικό, ήταν η λύτρωση του ανθρώπου από τη μοίρα
και το θάνατο[7].
Όλη η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε την εποχή εκείνη, αναφέρονταν στην δημιουργία
του κόσμου και του ανθρώπου και την σχέση αυτού με την υπόλοιπη φύση[8].
Έτσι λοιπόν αναπτύχθηκε σταδιακά η θεωρία της κοσμογονίας ως ερμηνεία της
προέλευσης και γέννησης του κόσμου με βάση το χάος ή κάτι που προϋπήρχε και
τους νόμους της φύσης[9].
Ο Χριστιανισμός αντίθετα, πρόβαλε μία άλλη
θεωρία για την γέννηση του κόσμου, της δημιουργίας αυτού από δυνάμεις εκτός του
κόσμου[10].
Για τον Χριστιανισμό ο κόσμος είναι δημιούργημα της
αγαθότητας και της αγάπης του Θεού και δημιουργήθηκε «εκ του μη όντος». Ο
Θεός, ο δημιουργός του κόσμου, είναι
αγαθός, άκτιστος και πέρα από τον κόσμο[11].
Ο Χριστιανισμός επιχειρεί και πετυχαίνει να δώσει
λύση σε προβλήματα κυρίως υπαρξιακά του ανθρώπου και να δώσει νόημα στη ζωή
του. Εκείνο το οποίο υπόσχεται είναι η λύτρωση από τα δεσμά της φθοράς και του
θανάτου. Το χριστιανικό μήνυμα πλέον αναφέρεται και επικεντρώνεται στη
βάση του τέλους του κόσμου της φθοράς και του θανάτου[12].
Ο Χριστιανισμός προβάλει την ενανθρώπιση, την σταύρωση και την ανάσταση του
Χριστού[13].
Η ανάσταση του Χριστού είναι η λύτρωση από τη φθορά και το θάνατο, δίνοντας μια
εσχατολογική διάσταση στην ως τότε γνωστή θεώρηση του κόσμου[14].
Η προσωπική στάση και φιλοσοφία απέναντι στη
ζωή, τον κόσμο, η αρνητική αντίληψη για το σώμα και το χωρισμό του από την ψυχή
με σκοπό την επανένωση με το Θεό, βρίσκουν πλέον απήχηση σε κάθε χριστιανό.
Το
υπέδαφος στο οποίο γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο αρχικός Χριστιανισμός πρέπει να
αναζητηθεί στον Ιουδαϊσμό και όχι στον
Ελληνισμό της εποχής εκείνης. Ο Χριστιανισμός προήλθε μέσα από την πολιτιστική
και θρησκευτική μήτρα του Ιουδαϊσμού, μέσω του οποίου εκπληρώνονταν οι προσδοκίες
του[15].
Ο
Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός αντιπροσωπεύουν για την εποχή εκείνη δυο μεγέθη
ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι υπήρξε μία σύγκρουση μεταξύ
Ιουδαίων και Ελλήνων σε πολλά μέτωπα: Θρησκευτικό, φιλοσοφικό, ιδεολογικό. Πέρα όμως από τις μακρόχρονες αντιθέσεις,
συγκρούσεις και προστριβές, πραγματοποιήθηκε μια βαθιά διείσδυση του Ελληνισμού
στον Ιουδαϊσμό και αντίστροφα[16]. Ο
Ελληνικός πολιτισμός αποτέλεσε για πολλούς αιώνες στοιχείο ενότητας των λαών,
το οποίο επηρέασε και το Ιουδαϊκό κράτος. Ο Ελληνισμός άσκησε επίδραση στον
Ιουδαϊσμό των ελληνιστικών χρόνων σε επίπεδο πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό,
πολιτιστικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό[17]. Οι
Ελληνιστές Ιουδαίοι ήταν αυτοί που αρχικά συνέδεσαν στην πρώτη Εκκλησία των
Ιεροσολύμων τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό[18].
Ελληνιστές ήταν και οι «επτά διάκονοι».
Τη
συνέχεια του έργου του Χριστού και τη διάδοση του ευαγγελίου μετά το θάνατο και
την ανάσταση Αυτού, ανέλαβαν οι μαθητές Του, οι απόστολοι[19].
Βασικό και θεμελιώδη ρόλο για την εκπλήρωση του σχεδίου του Θεού, διαδραμάτισε
ο απόστολος Παύλος. Η αρνητική στάση των Ιουδαίων απέναντι στο ευαγγέλιο του
Χριστού, οδήγησε τον Παύλο να κηρύξει το λόγο του Θεού σε άλλους λαούς εκτός
της Ιουδαίας[20].
Για την εφαρμογή του σχεδίου του Θεού και τη διάδοση του ευαγγελίου στα έθνη, ο
Παύλος ανέλαβε την πραγματοποίηση περιοδειών στην τότε γνωστή οικουμένη και την
κατά τόπους οργάνωση εκκλησιών[21].
Ως εφόδιά του ο Παύλος χρησιμοποίησε την ευρεία παιδεία του, ελληνιστική και
φιλοσοφική , με όρους και ιδέες από το ελληνιστικό περιβάλλον[22]. Η
μέθοδος αυτή που ακολούθησε ο Παύλος για την αποτελεσματικότητα του
ιεραποστολικού του έργου, είναι βέβαιο πως είχε ανταπόκριση[23].
Βασικό
στοιχείο για τη σύνδεση του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού αποτελεί το
πρόσωπο του Χριστού ως όντος και η σχέση του με τον κόσμο[24].
Η αρχική Χριστολογία θα προσλάβει χαρακτήρα κοσμολογικό και θα συνδεθεί με την
αρχή, τη δημιουργία του κόσμου και τη συντήρηση αυτού[25].
Ο Χριστός είναι ο προαιώνιος Λόγος του Θεού, η αρχή του κόσμου και στο πρόσωπό
Αυτού συντηρείται και ενώνεται ολόκληρη η κτίση[26].
Η ανάσταση του Χριστού ανοίγει το δρόμο για τη λύτρωση από τη φθορά και το
θάνατο, δίνοντας μια εσχατολογική διάσταση στη τότε θεώρηση του κόσμου[27].
Η αποκάλυψη του Θεού και του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρώπου είναι στοιχεία
που απαντάμε έντονα στις επιστολές του Παύλου[28].
Συνεχιστής
του έργου του Παύλου υπήρξε ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Ο Ιωάννης ταύτισε την
έννοια του Λόγου με τον προαιώνιο δημιουργό του κόσμου και τον σαρκωθέντα Υιό
του Θεού, τον σωτήρα και λυτρωτή του κόσμου[29].
Τον
2ο αι. μ.Χ., ο Γνωστικισμός υπήρξε το φιλοσοφικό κίνημα που
αμφισβήτησε περισσότερο από κάθε άλλο τον Χριστιανισμό. Ο Γνωστικισμός ήταν
αποτέλεσμα του << συγκρητισμού >>, το οποίο δεν έγινε ποτέ ενιαίο
σύστημα[30].
Μεταγενέστεροι
συνεχιστές του έργου του Παύλου υπήρξαν οι Απολογητές, οι υπερασπιστές του
διωκόμενου Χριστιανισμού[31].
Οι Απολογητές στόχευαν στην αντιμετώπιση του Υλισμού και του Πανθεϊσμού, οι
οποίοι είναι αντίθετοι με τον Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός για να
αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του ελληνικού πολιτισμού χρησιμοποίησε την
ελληνική γλώσσα και ορολογία[32].
Αποτέλεσμα
αυτού είναι η σύζευξη της Φιλοσοφίας με τη Θεολογία, κάτι που επιχείρησαν και
κατάφεραν να εφαρμόσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας κατά τον 4ο και
5ο αι. μ.Χ.[33].
Από τους μεγαλύτερους και κορυφαίους αλεξανδρινούς θεολόγους υπήρξαν οι Μέγας
Βασίλειος και Γρηγόριος Νύσσης[34]. Ο
Μέγας Βασίλειος γνώστης της ελληνικής παιδείας και θεολόγος, υπερασπίστηκε τον
Χριστιανισμό και αντιμετώπισε τον Νεοαρειανισμό του Ευνομίου. Ο Γρηγόριος
Νύσσης προσπάθησε να διαμορφώσει το
χριστιανικό δόγμα με επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, κυρίως του
Πλατωνισμού[35].
Ο Μέγας Βασίλειος και
ο αδερφός του Γρηγόριος Νύσσης προσπάθησαν
να δώσουν απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που
απασχολούν τον άνθρωπο και τη θεϊκή καταγωγή του. Έτσι οδηγήθηκαν αναπόφευκτα στη διαμόρφωση πλήρους
χριστιανικής κοσμολογίας και
ανθρωπολογίας, δίδοντας στον
χριστιανισμό μορφή θρησκείας γνώσης και λατρείας. Με τον τρόπο αυτό ο χριστιανισμός
μετατρέπεται σε βιωματική κατάσταση της σάρκωσης του Λόγου του Θεού και με την
παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην
καθημερινότητα του ανθρώπου, συνδέει την υπέρτατη αρχή με την κτίση. Ήταν
αυτή ακριβώς η σύνθεση που ο φυσικός Ελληνισμός αδυνατούσε να εκφράσει.
Ο
Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός, κατόρθωσαν να περάσουν από τα πρώτα
χρόνια της συνάντησης τους μια σχέση συμπόρευσης. Ο
<<εκχριστιανισμός>> του Ελληνισμού, είχε σαν φυσική συνέπεια
τον <<εξελληνισμό>> του Χριστιανισμού. Αυτό σημαίνει κυρίως
μια τάση απόδοσης νοήματος της παρούσας ζωής[36].
ΤΖΙΟΡΤΖΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Θεολόγος
[1] Ι. Ζηζιούλα, Ελληνισμός και Χριστιανισμός: η συνάντηση των δύο κόσμων, (Αθήνα: Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, 2008), 18.
[2] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 18.
[3] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως Κληρονομιά: οι πρώτες ιστορικές καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τ. Α’, (Πάτρα: Ε.Α.Π., 2002), 31.
[4] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 52.
[5] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 38.
[6] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 34.
[7] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 104.
[8] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 104.
[9] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 37.
[10] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 37.
[11] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 40.
[12] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 44.
[13] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 40.
[14] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 114.
[15] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 14.
[16] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 14-15.
[17] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 44.
[18] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 64.
[19] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 80.
[20] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 81.
[21] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 81.
[22] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 70.
[23] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 83.
[24] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 104.
[25] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 108.
[26] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 110.
[27] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 114.
[28] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 83.
[29] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 90.
[30] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, Η Ορθοδοξία ως Κληρονομιά: Θεολογία και Φιλοσοφία στην Εποχή των Πατέρων, τ. Γ’, (Πάτρα: Ε.Α.Π., 2008), 36.
[31] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 37.
[32] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 44.
[33] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 49.
[34] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 45.
[35] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 50.
[36] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 46.
https://koinwniagnwsis.gr