Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Εξομολόγηση…το μοναδικό παυσίπονο.

Καρπενησιώτης (φωτό: Κλαίρη Μουσταφέλλου)

Χθες λούστηκα. Δοξασμένος ας είσαι Συ, Άσπιλε και Αμόλυντε Κύριε, που καταδέχεσαι να μας πλύνεις με το μυστήριο της εξομολογήσεως.
Πόση ανακούφιση νοιώθω ύστερα από κάθε εξομολόγηση!
Πόσοι δυστυχείς, όσοι δεν ξέρουν ακόμη αυτό το μοναδικό παυσίπονο. Χθες εξομολογήθηκα.
Μα μήπως σήμερα είμαι άγιος; Δυστυχώς κάθε λεπτό έχει και τη δική του μαυρίλα. Ένα με παρηγορεί, ότι υπάρχει η βάσις, η ελπίδα στον Ιησού, η εκζήτηση του Ελέους Του.
Τέτοιος ας μείνω για πάντα,έστω και αν είμαι τόσο άθλιος ηθοποιός, τόσο λασπωμένο σκουλήκι.
Μητροπολίτης Χαλκίδος
† Νικόλαος Σελέντης
Πηγή:  1myblog.pblogs.gr

Κάθε λόγος του Χριστού φανερώνει έλεος και δικαιοσύνη και σοφία του Θεού

sofia_tou_theou
Άγιος Μάρκος ο Ασκητής
Κάθε λόγος του Χριστού φανερώνει έλεος και δικαιοσύνη και σοφία του Θεού• τούτων τη δύναμη βάζει μέσω της ακοής στις ψυχές όσων ακούν μ ευχαρίστηση. Γι αυτό, οι ανελεήμονες και άδικοι που τον άκουσαν με δυσαρέσκεια, δεν μπόρεσαν να εννοήσουν τη σοφία του Θεού, αλλά και το Διδάσκαλο τον σταυρωσαν. Ας προσέξουμε λοιπόν κι εμείς αν ακούμε μ ευχαρίστηση. Γιατί ο Ίδιος είπε:
«Όποιος με αγαπά θα φυλάξει τις εντολές μου• θα τον αγαπήσει ο Πατέρας μου, θα τον αγαπήσω κι εγώ και θα του φανερώσω τον εαυτό μου» (Ιω. Ιδ : 21). Βλέπεις πως έκρυψε μέσα στις εντολές τη φανέρωσή Του; Απ όλες λοιπόν τις αρετές, εκείνη που τις περιλαμβάνει όλες είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, που προέρχεται από την αποχή από την ύλη και την ησυχία των λογισμών.
Από το βιβλίο: «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ των ιερών Νηπτικών»
Εκδόσεις «Το Περιβόλι Της Παναγίας»
Τα 226 κεφάλαια: τομ. α

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Αμάρτησες; Έλα στην Εκκλησία!, Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Φωτο:almpal-different.blogspot.com

Εκκλησια Aλήθεια, ποιό λιμάνι μπορεί να συγκριθεί με το λιμάνι της Εκκλησίας; Ποιός παράδεισος μπορεί να συγκριθεί με τον παράδεισο των συγκεντρωμένων πιστών; Δεν υπάρχει εδώ φίδι που γυρεύει να μάς βλάψει, μόνο ο Xριστός που μάς οδηγεί μυστικά. … Γι’ αυτό δεν θα ‘ταν λάθος αν θεωρούσαμε την εκκλησία πιο σπουδαία από την κιβωτό. Γιατί η κιβωτός δεχόταν βέβαια τα ζώα και τα διατηρούσε ζώα- η εκκλησία όμως δέχεται τα ζώα και τα αλλάζει. Tί εννοώ μ’ αυτό: Mπήκε στην κιβωτό ένα γεράκι, βγήκε πάλι γεράκι- μπήκε ένας λύκος, βγήκε πάλι λύκος. Eδώ μπαίνει κανείς γεράκι και βγαίνει περιστέρι- μπαίνει λύκος και βγαίνει πρόβατο- μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί΄ όχι επειδή μεταβάλλεται η φύση του, αλλά επειδή διώχνεται μακριά η κακία.
Γι’ αυτό φέρνω το λόγο διαρκώς στη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια, που στον αμαρτωλό φαντάζει φοβερή και τρομερή, γιατρεύει τα παραπτώματα- εξαφανίζει τις παρανομίες- σταματά το δάκρυ- δίνει παρρησία μπροστά στο Θεό- είναι όπλο κατά του διαβόλου- μαχαίρι που τού κόβει το κεφάλι- ελπίδα σωτηρίας- αφαίρεση της απελπισίας. Aυτή ανοίγει στον άνθρωπο τον ουρανό. Aυτή τον οδηγεί στον παράδεισο. Aυτή νικά τον διάβολο. Γι’ αυτό ακριβώς και σάς μιλώ συνέχεια γι’ αυτήν. Όπως από την άλλη κι η υπερβολική αυτοπεποίθηση μάς οδηγεί στην πτώση. Eίσαι αμαρτωλός; Mήν απελπίζεσαι. Δεν σταματώ, σα φάρμακα αυτά τα λόγια συνεχώς να σάς τα δίνω. Γιατί ξέρω καλά τί όπλο δυνατό που είναι κατά του διαβόλου το να μη χάνεις την ελπίδα σου. Aν έχεις αμαρτήματα, μην απελπίζεσαι. Δεν παύω διαρκώς αυτά τα λόγια να τά επαναλαμβάνω. Aκόμα και αν αμαρτάνεις κάθε ημέρα, κάθε ημέρα να μετανοείς. Ας κάνουμε ό,τι ακριβώς και με τα σπίτια τα παλιά που είναι ετοιμόρροπα: αφαιρούμε τα παλαιά και σάπια υλικά και τ’ αντικαθιστούμε με καινούργια- και δε λησμονούμε διαρκώς να τα περιποιούμαστε. Πάλιωσες σήμερα από την αμαρτία; Γίνε πάλι καινούργιος με τη μετάνοια. Mα είναι στ’ αλήθεια δυνατό, αυτός που θα μετανοήσει να σωθεί; – αναρωτιούνται μερικοί. Eίναι, και πολύ μάλιστα. Όλη μου τη ζωή μέσα στις αμαρτίες την πέρασα- και αν μετανοήσω, θα σωθώ; Nα είσαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Kι από που φαίνεται αυτό; Aπ’ τη φιλανθρωπία του Kυρίου σου. Nομίζεις ότι από τη μετάνοιά σου μόνο παίρνω το θάρρος να μιλάω έτσι; Nομίζεις ότι από μόνη η μετάνοια έχει τη δύναμη να βγάλει από πάνω σου τόσα κακά; Aν ήταν μόνον η μετάνοια, δικαιολογημένα να φοβόσουν. Όμως μαζί με τη μετάνοια ενώνεται αξεδιάλυτα η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους. Kαι όριο αυτή η αγάπη δε γνωρίζει. Oύτε μπορεί κανείς να εξηγήσει με τα λόγια την απεραντοσύνη της αγάπης του Θεού. H δική σου κακία έχει ένα όριο- το φάρμακο όμως όριο δεν έχει. H δική σου κακία, όποια και να είναι, είναι μία ανθρώπινη κακία. Aπό την άλλη όμως βρίσκεται η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους, μια αγάπη που δεν περιγράφεται με λόγια. Nα έχεις λοιπόν θάρρος, γιατί αυτή η αγάπη νικάει την κακία σου. Φαντάσου μία σπίθα να πέφτει μες στο πέλαγος. Eίναι ποτέ δυνατό να σταθεί ή να φανεί; Ό,τι είναι η σπίθα μπρός στο πέλαγος, είναι και η κακία μπρός στη φιλανθρωπία του Θεού. Ή μάλλον η διαφορά είναι ακόμη πιό μεγάλη. Γιατί το πέλαγος, όσο πλατύ κι αν είναι, κάπου τελειώνει βέβαια. H αγάπη όμως του Θεού για τούς ανθρώπους τέλος δεν γνωρίζει. Όλα αυτά σάς τ’ αναφέρω βέβαια όχι για νά σάς κάνω ράθυμους κι απρόσεκτους, αλλά για να σάς οδηγήσω στη μετάνοια με πιό μεγάλη προθυμία.
Διέπραξες κάποια παρανομία; Aιχμαλωτίστηκες από συνήθεια πονηρή; Kι ύστερα πάλι έφερες στο νου τα λόγια μου κι ένιωσες μέσα σου ντροπή; Έλα στην Εκκλησία! Ένιωσες λύπη μέσα στην καρδιά σου; Zήτησε τη βοήθεια του Θεού! Ήδη έχεις κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Aλίμονο, ενώ άκουσα τις συμβουλές σου, δεν τις ακολούθησα. Πώς γίνεται να ‘ρθω στην εκκλησία πάλι; Πώς γίνεται ν’ ακούσω πάλι; Nάρθεις και νά ξανάρθεις ακριβώς γι’ αυτό, γιατί δεν τήρησες τις συμβουλές μου. Για να τις ξανακούσεις και να τις τηρήσεις.

Για πες μου, αν ο γιατρός βάλει ένα φάρμακο επάνω στην πληγή και δεν γίνεις καλά, δεν θα στο δώσει πάλι άλλη μέρα; Eίναι ένας ξυλοκόπος- θέλει να κόψει μια βελανιδιά. Παίρνει τσεκούρι- αρχίζει να χτυπά τη ρίζα. Aν δώσει ένα χτύπημα και δεν πέσει το άκαρπο δέντρο, δεν θα δώσει δεύτερο χτύπημα, δεν θα δώσει τρίτο, τέταρτο, δέκατο; Aυτό κάνε και σύ. Bελανιδιά είναι η πονηρή συνήθεια- άκαρπο δέντρο. Tα βελανίδια της είναι τροφή μόνο για χοίρους, που δεν έχουν λογική. Pίζωσε με το χρόνο μέσα στο μυαλό σου- νίκησε τη συνείδησή σου με το φύλλωμά της. O λόγος μου τσεκούρι. Tον άκουσες μια μέρα. Πώς είναι δυνατό σέ μία μέρα να πέσει κάτω αυτό που έχει πιάσει ρίζες μέσα σου τόσο καιρό; Λοιπόν, αν έρθεις δυό, αν έρθεις τρείς, αν έρθεις εκατό, αν έρθεις αναρίθμητες φορές ν’ ακούσεις, διόλου περίεργο δεν είναι. Mόνο προσπάθησε ν’ απαλλαγείς από ένα πράγμα πονηρό και δυνατό- από την πονηρή συνήθεια. Oι Iουδαίοι μάννα έτρωγαν, κι όμως ζητούσαν τα κρεμμύδια που έτρωγαν στην Aίγυπτο. «Kαλά – λέγαν- περνούσαμε στην Aίγυπτο». Άσχημο πράγμα η συνήθεια και ιδιαίτερα κακό! Λοιπόν, κι αν καταφέρεις νάρθεις δέκα μέρες, κι αν καταφέρεις νάρθεις είκοσι ή τριάντα, δεν σ’ αγκαλιάζω, δεν σέ επαινώ γι’ αυτό, δεν σού χρωστώ ευγνωμοσύνη. Mόνο μήν αποκάμεις- να μήν κουραστείς- αλλά νιώθε ντροπή και έλεγχε τον εαυτό σου.

Σας μίλησα πολλές φορές για την αγάπη. Ήρθες και άκουσες, κι ύστερα πήγες κι άρπαξες από τον αδερφό σου; Δεν ακολούθησες τα λόγια μου στη πράξη; Nα μη ντραπείς να ‘ρθείς στην Εκκλησία πάλι. Nτροπή να νιώθεις όταν αμαρτάνεις, μη ντρέπεσαι όταν μετανοείς. Kοίταξε τί σου έκανε ο διάβολος. Yπάρχουν δύο πράγματα- η αμαρτία και η μετάνοια. H αμαρτία είναι τραύμα- η μετάνοια φάρμακο. Όπως ακριβώς για τά σώματα υπάρχουν φάρμακα και τραύματα, το ίδιο και γιά την ψυχή- υπάρχουν τα αμαρτήματα και η μετάνοια. H αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή- η μετάνοια έχει το θάρρος και την παρρησία. Θέλω να με ακούσεις, σε παρακαλώ, με προσοχή, μήπως και δεν αντιληφθείς πώς είναι η τάξη των πραγμάτων, και χάσεις έτσι την ωφέλεια. Πρόσεξε τί θα πω! Yπάρχει το τραύμα- υπάρχει και το φάρμακο. Yπάρχει η αμαρτία- υπάρχει και η μετάνοια. Tο τραύμα είναι η αμαρτία- το φάρμακο η μετάνοια. Στο τραύμα υπάρχει πύον και μόλυνση- υπάρχει ντροπή- υπάρχει χλεύη. Στη μετάνοια υπάρχει παρρησία- το φάρμακο η δύναμη να καθαρίζει αυτό που έχει μολυνθεί. Στην αμαρτία υπάρχει μόλυνση- υπάρχει ελευθερία- υπάρχει καθαρισμός του αμαρτήματος. Παρακολούθησε με προσοχή τα λόγια μου! Mετά την αμαρτία έρχεται η ντροπή- μετά τη μετάνοια ακολουθεί το θάρρος και η παρρησία. Έδωσες προσοχή σ’ αυτό που είπα; Aυτή την τάξη των πραγμάτων την αντέστρεψε ο διάβολος, και έδωσε στην αμαρτία παρρησία, και στη μετάνοια έδωσε ντροπή.

Γιατί να ντρέπεσαι λοιπόν; Δεν ένιωθες ντροπή τότε που έπραττες την αμαρτία και νιώθεις τώρα που έρχεσαι να βάλεις φάρμακο επάνω στην πληγή. Tώρα που απαλλάσσεσαι από την αμαρτία, τώρα ντρέπεσαι; Όφειλες τότε να αισθάνεσαι ντροπή- έπρεπε τότε να ντρεπόσουν- τότε, όταν έπραττες την αμαρτία. Aμαρτωλός γινόσουν και δεν ένιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος και ντρέπεσαι; «Λέγε τις αμαρτίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Δεν είπε «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να μην τιμωρηθείς», αλλά «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Δεν έφθανε που δεν τον τιμωρείς, τον κάνεις δίκαιο κι από πάνω; Nαι, και πολύ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ακριβώς αυτά τα λόγια! Λέει: Tον κάνω δίκαιο αυτόν που θα μετανοήσει. Θέλεις να μάθεις και σε ποιά περίπτωση το έκανε αυτό; Tότε με τον ληστή. Mέ το να πει ο ληστής στο σύντροφό του απλώς και μόνο εκείνα τα γνωστά μας λόγια! «Mα ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι εσύ; Kι εμείς δίκαια βέβαια- έχουμε μία τιμωρία όπως μάς αξίζει, για όλα όσα κάναμε»- την ίδια εκείνη τη στιγμή του λέει ο Σωτήρας: «Σήμερα κιόλας μαζί μου θα είσαι στον παράδεισο». Δεν του είπε: «σε απαλλάσσω από την κόλαση κι από την τιμωρία», αλλά τον βάζει στον παράδεισο, αφού τον κάνει δίκαιο.
Eίδες πώς έγινε ο άνθρωπος με την εξομολόγηση της αμαρτίας δίκαιος; Eίναι μεγάλη η φιλανθρωπία του Θεού! Θυσίασε τον Yιό, γιατί λυπήθηκε τον δούλο, παρέδωσε τον Mονογενή, για ν’ αγοράσει δούλους αχάριστους- πλήρωσε, δίνοντας για τίμημα το αίμα του Yιού Tου. Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Kαι μη μου πεις πάλι τα ίδια- «έχω πολλές αμαρτίες» και «πώς θα μπορέσω να σωθώ;». Eσύ δεν μπορείς, μπορεί όμως ο Kύριός σου και είναι τόση η δύναμή Tου, ώστε τα αμαρτήματα τα εξαλείφει. Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Tα αμαρτήματα τα εξαλείφει, έτσι που ίχνος τους δε μένει. Bέβαια για τα σώματα αυτό δεν είναι δυνατό. Aκόμα κι αν αμέτρητες φορές θα προσπαθήσει ο γιατρός, ακόμα κι αν θα βάλει φάρμακα επάνω στην πληγή, γιατρεύει βέβαια την πληγή- πολλές φορές όμως πληγώνεται κανείς στο πρόσωπο και ενώ το τραύμα θεραπεύεται, μένει κάποιο σημάδι, που ασχημίζει και το πρόσωπο, αλλά και που θυμίζει πώς υπήρξε κάποτε ένα τραύμα. Kαι αγωνίζεται με χίλιους τρόπους ο γιατρός να εξαλείψει πέρα από την πληγή και το σημάδι. Mα όμως δεν τα καταφέρνει, γιατί τον αντιμάχεται η φύση του ανθρώπου η ασθενική και η αδυναμία της ιατρικής και των φαρμάκων. O Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, δεν αφήνει σημάδι ούτε επιτρέπει να παραμείνει κάποιο ίχνος επάνω στην ψυχή- αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά- μαζί με την απαλλαγή από την τιμωρία δίνει και τη δικαιοσύνη- κι εκείνον που αμάρτησε, τον κάνει να ‘ναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε. Γιατί αφαιρεί το αμάρτημα και κάνει όχι μόνο να μην υπάρχει τώρα πια αυτό, αλλά και να μην έχει υπάρξει ούτε και στο παρελθόν. M’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρωτικά το εξαλείφει. Δεν υπάρχει πλέον ουλή- δεν υπάρχει σημάδι- δεν υπάρχει ίχνος που να θυμίζει το τραύμα- δεν υπάρχει το παραμικρό που να φανερώνει πως υπήρξε πληγή (…).
Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Γιατί για όλους είναι, όλους αφορούν και οδηγούν στη σωτηρία. Παρασκευάζω φάρμακα, που είναι πιο σπουδαία από τα φάρμακα των ιατρών (…). Στα χέρια της μετάνοιας σάς παραδίδω- για να γνωρίσετε τη δύναμη που έχει- για να γνωρίσετε τί είναι ικανή να κατορθώσει και για να μάθετε πώς δεν υπάρχει αμάρτημα που να μπορεί να τη νικήσει, ούτε παράβαση του νόμου που να μπορεί να υπερισχύσει πάνω απ’ τη δική της δύναμη (…). Γνωρίζοντας, λοιπόν, το φάρμακο αυτό της μετάνοιας, ας απευθύνουμε δοξολογία στο Θεό. Γιατί η δόξα και η δύναμη αιώνια είναι δική Tου. Aμήν.”
Λόγος για τη μετάνοια (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)
Πηγή:faneromenihol.gr

Αν θες να γλιτώσεις, φύγε… αν θέλεις να αγιάσεις, μείνε!

_
Το 1933 ο περίφημος γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης σε ηλικία 21 ετών πήρε την μεγάλη απόφαση της ζωής του να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει μοναχός στο άγιο Όρος.
Έχοντας σαν οδηγό του την ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη του στο Θεό έφτασε σε μια από τις πιο απομακρυσμένες και απαράκλητες περιοχές του Άθωνα, τα Καυσοκαλύβια. Εκεί η πρόνοια του Θεού τον οδήγησε στο ασκητικό Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Εκεί ζούσανε τρεις γέροντες, πολύ αυστηροί και τραχείς, κατά γενική ομολογία.
Έζησε κοντά τους με πολύ υπακοή, ταπείνωση και… υπομονή. Και τονίζουμε την υπομονή διότι οι γέροντες του (τους οποίους όλους γηροκόμησε και φρόντισε μέχρι την τελευταία τους πνοή), ήταν πάρα πολύ αυστηροί μαζί του. Του συμπεριφέρονταν απάνθρωπα. Το όνομά του δεν το άκουσε ποτέ να το λένε, παρά τον αποκαλούσαν πάντα με τα χειρότερα λόγια και πολλές φορές έφταναν και να τον χτυπούν.
Μια μέρα σαν άνθρωπος λύγισε και αγανακτισμένος πήρε την απόφαση να φύγει. Διστάζοντας όμως να εμπιστευτεί τον λογισμό του, σκέφτηκε να πάει πρώτα να τον εξομολογηθεί σε έναν πνευματικό στην Ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας.
Με ειλικρίνεια εξέθεσε στον πνευματικό του όλη την αλήθεια και περιέγραψε τα γεγονότα. Αφού λοιπόν εξέθεσε όλα του τα δεινά που υφίστατο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους στο τέλος είπε: “Πάτερ δώσ’ μου ευλογία να φύγω να γλιτώσω…”. Ο διακριτικός πνευματικός αφού σκέφτηκε για λίγο του απάντησε: “Πάτερ Εφραίμ, αν θες να γλιτώσεις, φύγε, αν θέλεις να αγιάσεις μείνε… σκέψου και αποφάσισε”. Ο Γέροντας Εφραίμ σκέφτηκε… και έμεινε….
Πέρασαν έτσι 45 ολόκληρα χρόνια. Ο τελευταίος από τους γέροντές του ο π. Νικηφόρος, ήταν ο χειρότερος απ’ όλους… Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αρρώστησε και έγινε ακόμα πιο δύστροπος και επιθετικός. Ο π. Εφραίμ, πιστός στην απόφασή του -γιατί αυτή είναι η λεβεντιά στη ζωή, να έχεις το θάρρος να την αντιμετωπίζεις και να σηκώνεις τον Σταυρό που σου οικονόμησε για τη σωτηρία σου η πρόνοια του Θεού- υπέμενε τα πάντα σαν νέος Ιώβ.
Το 1973 όταν κατάκοιτος πια ο γέροντας Νικηφόρος ψυχορραγούσε, ο π. Εφραίμ νύχτα και ημέρα καθόταν στο προσκέφαλό του και τον υπηρετούσε, ενώ συνέχισε να δέχεται “βροχή” τις ύβρεις και τις ταπεινώσεις.
Λίγο πριν το τέλος ο π.Νικηφόρος του είπε: “Σήκωσέ με. Σκύψε να σου πω…” Ο π.Εφραίμ πέρασε το χέρι του πίσω από την πλάτη του κατάκοιτου γέροντά του και έσκυψε το κεφάλι. Ξαφνικά το πρόσωπο του π. Νικηφόρου αλλοιώθηκε, έχασε την τραχύτητά του και πήρε την πιο ιλαρή έκφραση που μπορούσε να έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει ο γέροντας άρπαξε το χέρι του π. Εφραίμ και του είπε: “Παιδί μου, εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγγελος… ευλόγησον…” του φίλησε το χέρι και ξεψύχησε στην αγκαλιά του…
Ανάμνηση του π. Διονυσίου Ανθόπουλου,
από διήγηση του γέροντος Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου,
στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά.

Πηγή: imverias.blogspot.gr

Η ταυτότητα του Αγίου στις μέρες μας…


erimitis_8452

Ο σκοπός της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, είναι η θέωση του ανθρώπου.
Οι έννοιες Άγιος και Αγιότητα στην εποχή μας διέρχονται κρίση: η αποκρούονται, η χλευάζονται, η παραποιούνται. Και μάλιστα όχι μόνο σε κοινωνικές ομάδες, που έχουν προσωρινά η μόνιμα διακόψει κάθε σχέση και σύνδεσμο με το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά και μεταξύ των λεγομένων χριστιανών και μάλιστα των «Ορθοδόξων». Ιδανικό στον κόσμο μας είναι οι οικονομικές αξίες, η ευζωία, η υλική ευημερία. Ποιός, ακόμη και χριστιανός, έχει βάλει σκοπό της ζωής του να γίνει άγιος; Ποιός, ενδιαφερόμενος και μοχθών για την σταδιοδρομία του παιδιού του, δίνει προτεραιότητα στην αγιότητά του; Και όμως σε προηγούμενους καιρούς αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του ορθοδόξου πιστού. «Χριστός και ψυχή σας χρειάζονται», δηλαδή η σωτηρία, έλεγε ο Πατροκοσμάς αναδιατυπώνοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, που ήταν το ιεραποστολικό πρότυπό του: «Πάντα ηγούμαι (τα θεωρώ) σκύβαλα (σκουπίδια), ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8).
Σήμερα, σχεδόν κατά κανόνα, η «αγιότητα» είναι ένα «λησμονημένο όραμα» και υποτιμημένη αξία. Και όμως! Ο σκοπός της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας, είναι η θέωση του ανθρώπου, δηλαδή η αναγέννησή του μέσα στην άκτιστη θεϊκή Χάρη, ο αγιασμός του. «Άγιοι έσεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» (Λευιτ. 20, 26), που είναι αντίστοιχο με τον λόγο της Καινής Διαθήκης: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειος εστιν» (Ματθ. 5, 48). Γι’ αυτό υπάρχει στον κόσμο η Εκκλησία και καλεί κάθε άνθρωπο να ενταχθεί ολόκληρος («ολοτελής», Α’ Θεσ. 5, 23) στην κοινωνία της, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Διότι ο Θεός σ’ αυτό «προορίζει»
κάθε άνθρωπο, εφ’ όσον «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4). «Επίγνωσις» είναι η πλήρης και τελεία γνώση του Χριστού (Εφ. 4, 13), που αποκτάται με την «θέωση», την υψίστη αγιοπνευματική εμπειρία του πιστού, στην οποία αποσκοπεί όλη η αγιοπνευματική πορεία του μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα (κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις). Γι’ αυτό η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από Πατέρες, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, «Ιατρείον πνευματικόν» και «εργαστήριον αγιότητας», διότι σκοπό έχει να λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο, που θεραπεύει την αρρώστια του ανθρώπου, την νόσο της ψυχής του, την πτωτική κατάσταση, για να μπορεί να προχωρήσει προς την κάθαρση της καρδιάς του, τον φωτισμό και την θέωση. Η Εκκλησία είναι «εργαστήριον», ένα πνευματικό εργοστάσιο, που παράγει αγίους, διαφορετικά δεν θα είχε λόγο υπάρξεως.
Πως βιώνεται όμως η αγιότητα στην πράξη της καθημερινότητας; Όχι ασφαλώς ως έννοια ηθική, αλλά (άγιο)πνευματική (συνιστώ το πρόσφατο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Η Ιατρική εν πνεύματι Επιστήμη, Λειβαδειά 2009). Η Εκκλησία ως Ορθοδοξία δεν επιδιώκει να κάμει τον άνθρωπο «ηθικό» με την κοσμική σημασία του όρου. Ο μακαρίτης «λαϊκός», αλλά πατερικότατος, ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, έγραψε ένα βιβλίο, που το συνιστώ πάντοτε, με τον τίτλο: «Άλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός». Ο ορθόδοξος χριστιανός αγωνίζεται για την τήρηση των εντολών του Θεού όχι όμως με την έννοια ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς (sav·ir vivre), αλλά για να οδηγηθεί, με την συνεργεία της Χάριτος του Θεού, στο εν Χριστώ ήθος, που πηγάζει από την καρδιά του ως «καρπός του Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22) και «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4, 14). Η τήρηση των θείων εντολών δεν είναι το «τέλος», ο σκοπός, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης (5ος αι.) · «Αι εντολαί ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δοθείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (ΡG 65, 992). Άλλωστε είπε και ο Κύριος: «..Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε, ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10).
Η τήρηση των εντολών του Θεού ανοίγει την πηγή της Χάριτος. Και ο Ορθόδοξος πιστός ζητεί συνεχώς Χάρη, δύναμη θεϊκή (πρβλ. τον λόγο του Παύλου: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλ. 4, 13). Οι αιρετικοί, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, βλέπουν τις εντολές του Θεού ηθικολογικά, θέλουν να γίνουν «καλοί άνθρωποι», όπως το επιδιώκουν άλλωστε και οι άθεοι και οι μη χριστιανοί, οπαδοί των θρησκειών (θρησκευμάτων) του κόσμου. Ο Ορθόδοξος πιστός όμως δεν επιδιώκει να γίνει απλά «καλός» και «ηθικός», αλλά Άγιος, να ενωθεί με τον Χριστό και μέσω αυτού με όλη την Αγία Τριάδα, να γίνει «ναός Θεού» (Α’ Κορ. 3, 16 κ.α.), διότι τότε θα είναι «αληθινός», όπως και ο Θεός μας (Α’ Ιω. 5, 20) και αληθινά συνάνθρωπος, «πλησίον» και αδελφός του άλλου· όταν η Χάρη του Θεού (η «βασιλεία» Του) θα ενοικεί στην καρδιά του και η αγάπη του δεν θα είναι «αγάπη αμαρτωλών» (Λουκ.6, 33), δηλ. υπολογιστική και συμφεροντολογική, αλλά ανιδιοτελής, όπως η αγάπη του Θεού, που «ου ζητεί τα εαυτής» (Ρωμ. 13, 5) και γι’ αυτό «ουδέποτε εκπίπτει» (13, 8).
Με τις προϋποθέσεις αυτές κατανοείται πόσο ανησυχητικό είναι το θλιβερό σύμπτωμα της αλλοιώσεως των κριτηρίων μας στο θέμα της αγιότητος. Αυτό φαίνεται από την ευκολία, με την οποία συνήθως χαρακτηρίζουμε κάποιον ως άγιο («άγιος άνθρωπος», λέμε) απλώς, διότι είναι «καλός», χωρίς να ξέρουμε το βάθος της καρδιάς του («τα φαινόμενα συχνά απατούν»). Αυτό οφείλεται στην αδρανοποίηση των ορθοδόξων κριτηρίων η και των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως και διακρίσεως της αγιότητας. Σε τελευταία ανάλυση μόνον ο Άγιος, αυτός που έφθασε στην θέωση η στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και μπορεί να «δει» την καρδιά του άλλου και το περιεχόμενό της, γνωρίζει και μπορεί να διακηρύξει ποιός είναι Άγιος, «ναός δηλαδή και κατοικητήριο του Θεού». Αυτά λέγει μεταξύ άλλων ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος (Ομιλίαι Πνευματικαί, Θ’, 8. Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών), Θεσσαλονίκη 1985, σ. 166), στηριζόμενος και ερμηνεύοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. 2, 15: «ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρινόμενος»). Γράφει ο άγιος Μακάριος: «Ο πνευματικός (σημ. αυτός δηλαδή που έχει ζωντανή την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του) πάντας ανθρώπους «ανακρίνει…, γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και που έστηκε και εν ποίοις μετροις εστίν». (Σημ. Μπορεί δηλαδή να γνωρίζει τον απέναντί του, σε ποιά εσωτερική κατάσταση βρίσκεται, ποιές είναι οι προϋποθέσεις των λόγων και έργων του, αν είναι ειλικρινής και δεν προσποιείται, ως ο ηθικολόγος και φαρισαίος). Και συνεχίζει: «Αυτόν δε (τον «πνευματικόν» και Πνευματοφόρο) ουδείς ανθρώπων, των εχόντων το πνεύμα του κόσμου, γινώσκειν και ανακρίνειν δύναται, ει μη μόνον ο το όμοιον έχων επουράνιόν της θεότητος πνεύμα γινώσκει το όμοιον». Με λίγα λόγια: Μόνον οι άγιοι γνωρίζουν ποιός είναι άγιος και αυτών η γνώμη και άποψη έχει σημασία. Όταν λέμε συνεπώς, ότι ο «λαός του Θεού» αναγνωρίζει την αγιότητα, εννοούμε στην κυριολεξία τους Αγίους, αυτούς που έφθασαν στην αγιότητα, (φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και θέωση) και όχι εκείνους, που δεν αγωνίζονται, βαδίζοντας «συν πάσι τοις Αγίοις» και ακολουθώντας τα ίχνη τους, να γίνουν άγιοι. Εμείς σκεπτόμεθα συνήθως «λαοκρατικά» και «λαϊκίστικα», όταν λέμε ότι ο «λαός» αναγνωρίζει τους Αγίους! Γιατί το ερώτημα είναι: ποιός λαός; Ποιά σχέση έχει, δηλαδή, με την Χάρη και σε ποιά κατάσταση είναι η «καρδιά» του; Διότι, διαφορετικά, τα κριτήριά μας θα είναι ηθικολογικά και κοσμικά.
Ποιός λοιπόν, με βάση τα ορθοδοξοπατερικά κριτήρια, είναι ο Άγιος; Οι έχοντες την εμπειρία της θεώσεως, οι Αγιοί μας δηλαδή, χαρακτηρίζουν ως Αγίους τα πρόσωπα εκείνα, που έχουν φθάσει στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και στην θέωση, συνιστώντας τους μάρτυρές της μέσα στην ιστορία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, (8ος αι.) τιμούμε ως αγίους «τους ενωθέντας Θεώ κατά προαίρεσιν και τούτον δεξαμένους ένοικον, και τη τούτου μεθέξει γεγονότος χάριτι, όπερ αυτός εστι φύσει». Άγιοι είναι, έτσι, «οι έμψυχοι ναοί του Θεού, τα έμψυχά του Θεού σκηνώματα», διότι «δια του νου τοις σώμασιν αυτών ενώκησεν ο Θεός» (Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Δ(15)88. ΡG 94, 1164 Β επ.). Δηλαδή: «όσους ενώθηκαν με τον Θεό, σύμφωνα με την προαίρεσή τους, την ελεύθερη βούλησή τους, και Τον δέχθηκαν να κατοικήση μέσα τους και έγιναν με την μέθεξή Του, την ένωσή τους μαζί Του, κατά χάριν, αυτό που ο ίδιος ο Θεός είναι από τη φύση Του).
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (7ος αι.): «η υπερώνυμος θέωσις» καθιστά τους μετέχοντες σ’ αυτήν «ακτίστους, ανάρχους και απεριγράπτους… καίτοι δια την οικείαν φύσιν εξ ουκ όντων γεγονότος» (ΡG. 91,1144 ΑΒ). Μολονότι, δηλαδή, και ο Άγιος είναι άνθρωπος κατά την φύση του, έχει ψυχή και σώμα, όπως όλοι μας, και είναι κτίσμα του Θεού, με την θεία Χάρη γίνεται ο,τι είναι και ο Θεός: άκτιστος, άναρχος, απερίγραπτος και αιώνιος, αλλά «κατά χάριν». Αυτός είναι ο πνευματικός «καταλύτης» στο γεγονός της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου. Δεν παύει ο Άγιος να είναι άνθρωπος και κτίσμα, αλλά «κατά χάριν Θεού» γίνεται άκτιστος και όλα τα άλλα, μεταμορφούμενος μέσα στο φως του Θεού. Μεταμόρφωση, συνεπώς, ζει ο Άγιος και όχι μεταβολή της φύσεώς του. Πρέπει δε εδώ να λεχθεί, ότι όσοι διέπονται από «ευσεβιστικές» τάσεις, μιλούν προτεσταντικά για «ηθική θέωση», διότι θεωρούν βλασφημία να δεχθούν, ότι ο θεούμενος φθάνει να γίνει «άκτιστος» και «άναρχος», όπως ο Θεός είναι από τη φύση Του. Η θέωση όμως μεταμορφώνει την φύση του ανθρώπου και δεν «βελτιώνει» απλά τον χαρακτήρα του. Και αυτό συμβαίνει, διότι κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «Όλος μεν όλοις τοις αξίοις ο Θεός περιχωρεί, όλω δε όλοι περιχωρούσιν ολικώς οι Άγιοι τω Θεώ, όλον αντιλαβόντες εαυτών τον Θεόν» (Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων 3, 1, 27). Δηλαδή: «Όλος ο Θεός περιχωρεί εις όλους τους αξίους, εις όλον δε τον Θεόν περιχωρούν όλοι οι Άγιοι ολικά, έχοντας προσλάβει αντί τον εαυτό τους τον Θεόν».
Η απώλεια η αδρανοποίηση των ορθοδόξων κριτηρίων οδήγησε στην αντικατάσταση της πνευματικότητας με την ηθικολογία και της αγιότητας με την ουμανιστική αρετολογία. Όταν γνωστοί κανονολόγοι αποφαίνονται, ότι η αγιοκατάταξη (και όχι: αγιοποίηση, που μόνο στον Παπισμό υπάρχει) γίνεται «υπό της γενικής εκκλησιαστικής συνειδήσεως ποιμένων και ποιμαινομένων», αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για αυθεντικούς ποιμένες και ποιμαινόμενους δηλαδή αυθεντικά μέλη του σώματος του Χριστού, φορείς της Χάριτος και όχι απλώς κατ’ όνομα χριστιανούς, λόγω ενός τυπικού βαπτίσματος η μίας εξωτερικής χειροτονίας. Μη ξεχνάμε: οι Άγιοι αναγνωρίζουν τους Αγίους! Η ιστορία της Εκκλησίας μας διδάσκει, ότι η αναγνώριση της αγιότητας δεν υπήρξε ποτέ αυθαίρετη και συναισθηματική, ούτε στηρίχθηκε ποτέ στην καλή φήμη, την ηθικότητα, έστω και στις αγαθοεργίες κάποιου, αλλά σε απτά και τεκμηριωμένα, δηλαδή εκ του Θεού προερχόμενα, δείγματα της πραγματικότητας της θεώσεως. Ο Θεός μαρτυρεί την αγιότητα ενός προσώπου.
Οι Ορθόδοξοι μιλούμε για «αγιότητα μαρτυρουμένη» άνωθεν, εκ του Θεού. Ο μέγας θεολόγος των νεωτέρων χρόνων, αρχιεπίσκοπος Ευγένιος ο Βούλγαρης (1716-1806), λέγει χαρακτηριστικά για την αναγνώριση των Αγίων: «Ευλογητός ο Θεός, ος ουκ αμάρτυρον επί γης αφίησιν την αλήθειαν αυτού» (Πρβλ. Πραξ. 14, 17. Ευγ. Βούλγαρη, Επιστολή προς Κλαίρκιον, Αθήνα 1844, σ. 6). Σύμφωνα με την μακραίωνη ορθόδοξο-εκκλησιαστική πράξη οι Άγιοι δεν «αναγνωρίζονται» η «διακηρύσσονται» με ηθικολογικά, κοινωνικά και ενδοκοσμικά κριτήρια, αλλά μετά από την φανέρωση της αγιότητάς τους από τον ίδιο τον Θεό, με σημεία αδιαμφισβήτητα, που αντέχουν σε κάθε κριτική και αποσείουν κάθε αμφιβολία. Και τέτοια σημεία είναι: η κατάσταση του λειψάνου (άφθαρτο η οστά, που υπερβαίνουν την συνέπεια της φθοράς/σήψεως και γι’ αυτό εκπέμπουν ευωδία υπερκόσμια και όχι δυσοσμία, και κυρίως θαύματα). Υπάρχει μάλιστα μία παγκόσμια ισχύουσα, γνωστή από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, παροιμία: «ο άγιος εάν δεν θαυματουργήσει, δεν δοξολογιέται», δεν τιμάται δηλαδή ως Άγιος. Η παροιμία αυτή σε διάφορες παραλλαγές, όπως η έρευνα έχει αποδείξει, είναι γνωστή ευρύτατα και στην Δύση. Ακόμη δε και στην περίπτωση του μαρτυρίου, τα θαυμαστά σημεία δεν λείπουν, όπως διαπιστώνεται από την μελέτη των συναξαριών και της υμνογραφίας μας.
Η πορεία προς την αγιότητα και ο πνευματικός αγώνας δεν χάνει την αξία του και αυτό ισχύει για κάθε αγωνιζόμενο πιστό. Περιμένουμε όμως ο Θεός να βεβαιώσει («μαρτυρήσει») την αγιότητα (την θέωση) του συγκεκριμένου προσώπου, για να δικαιούμεθα και εμείς αναντίρρητα και χωρίς δισταγμούς, να το τιμάμε ως Άγιο. Μη ξεχνάμε, ότι οι άγιοι παρακαλούν τον Θεό για μας, διότι έχουν «παρρησία». Για τους άλλους ευσεβείς πιστούς, που δεν έφθασαν όμως στον φωτισμό η την θέωση, προσευχόμεθα εμείς (πρβλ. τα μνημόσυνα).
π. Γεώργιος Μεταλληνός
Πηγή: xristianos.gr

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Γέροντας Παΐσιος: Η δύναμη του καλού λογισμού







Γέροντας Παΐσιος: Η δύναμη του καλού λογισμού

- Γέροντα,  στην  Παλαιά  Διαθήκη,  στο  Δ’  βιβλίο  των  Μακκαβαίων,  αναφέρεται:  Ό ευσεβής λογισμός δεν είναι έκριζωτής των παθών, άλλα ανταγωνιστής. Τί σημαίνει;

- Κοίταξε νά δής: Τά πάθη είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας, αλλά ό ευσεβής, ό καλός, λογισμός μας βοηθάει  νά  μην  ύποδουλωνώμαστε  σ’  αυτά. 
Όταν  ό  άνθρωπος  φέρνη  όλο  καλούς  λογισμούς  και σταθεροποίηση μιά καλή κατάσταση, τά πάθη παύουν νά ενεργούν, οπότε είναι σάν νά μήν υπάρχουν. Δηλαδή ό ευσεβής λογισμός  δεν ξερριζώνει τά πάθη,  αλλά τά πολεμάει και  μπορεί  νά τά καταβάλη. Νομίζω, ό συγγραφεύς περιγράφει τί μπόρεσαν νά υποφέρουν οί Άγιοι Επτά Παίδες, ή μητέρα τους Άγια Σολομονή και ό διδάσκαλος τους  Άγιος Έλεάζαρος,  έχοντας  ευσεβείς  λογισμούς,  γιά  νά  δείξη ακριβώς τήν δύναμη τοϋ καλού λογισμού.

Ένας καλός λογισμός ισοδυναμεί με μια πολύωρη αγρυπνία! Έχει μεγάλη δύναμη. Όπως τώρα κάποια  νέα  όπλα  σταματούν  μέ  ακτίνες  λέιζερ  τον  πύραυλο  στην  βάση  του  και  τον  εμποδίζουν  νά έκτοξευθη, έτσι και οι καλοί λογισμοί προλαβαίνουν και καθηλώνουν τους κακούς λογισμούς στά αεροδρόμια του διαβόλου, άπό τά όποια ξεκινούν. Γι’ αυτό προσπαθήστε, όσο μπορείτε, πρίν προλάβη ό πειρασμός  νά  σας φυτέψη κακούς  λογισμούς,  νά  φυτεύετε  εσείς  καλούς  λογισμούς,  γιά  νά  γίνη  ή καρδιά σας ανθόκηπος καί νά συνοδεύεται ή προσευχή σας άπό τήν θεία εύωδία της καρδίας σας.

Όταν  κανείς  κρατά  έστω  καί  λίγο  αριστερό,  δηλαδή  κακό,  λογισμό  γιά  κάποιον, οποιαδήποτε  άσκηση  καί  άν  κάνη,  νηστεία,  αγρυπνία  κ.λπ.,  πάει  χαμένη.  Σέ  τί  θά  τον βοηθήση ή άσκηση, άν δεν αγωνίζεται παράλληλα νά μή δέχεται τους κακούς λογισμούς; Γιατί νά μήν άδειάση άπό το πιθάρι πρώτα όλο το κατακάθι τού λαδιού, πού είναι μόνο γιά σαπούνι, καί ύστερα νά βάλη το καλό λάδι, άλλα βάζει το καλό μέ το άχρηστο καί το μουρνταρεύει;

Ένας  αγνός,  καλός,  λογισμός  έχει  μεγαλύτερη  δύναμη  άπό  κάθε  άσκηση.  Κάποιος νέος λ.χ. πολεμείται άπό τον διάβολο καί έχει ακάθαρτους λογισμούς καί κάνει αγρυπνίες, νηστείες, τριήμερα, γιά νά απαλλαγή άπό αυτούς. Ένας αγνός λογισμός όμως πού θά φέρη έχει  μεγαλύτερη  δύναμη  καί  άπό  τις  αγρυπνίες  καί  άπό  τις  νηστείες  πού  κάνει  καί  τον βοηθάει πιο θετικά.

- Γέροντα,  όταν  λέτε  αγνός  λογισμός,  αναφέρεσθε  μόνο  σέ  ειδικά  θέματα  ή  καί  σέ γενικώτερα;

- Καί  σέ  γενικώτερα.  Γιατί  ό  άνθρωπος,  όταν  τά  βλέπη  όλα  μέ  καλούς  λογισμούς, εξαγνίζεται  καί  χαριτώνεται  άπό  τον  Θεό.  Μέ  τους  αριστερούς  λογισμούς  κατακρίνει  και αδικεί  τους  άλλους,  εμποδίζει  την  θεία  Χάρη  να  ερθη,  και  έρχεται  έπειτα  ό  διάβολος  καί  τον αλωνίζει.

- Δηλαδή, Γέροντα, επειδή κατακρίνει, δίνει δικαίωμα στον διάβολο να τον άλωνίση;

- Ναί. Όλη ή βάση είναι  ό  καλός  λογισμός. Αυτό είναι πού  ανεβάζει  τον άνθρωπο,  τον αλλοιώνει  προς  το  καλό.  Πρέπει να φθάση κανείς στο σημείο να τά βλέπη όλα καθαρά.  Είναι αυτό πού είπε ό Χριστός: ­Μή κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε. Μετά φθάνει ό άνθρωπος σε μία κατάσταση πού βλέπει τά πάντα μέ τά πνευματικά μάτια όχι μέ τά ανθρώπινα. Όλα τά δικαιολογεί, μέ την καλή έννοια.

Πρέπει  νά προσέχουμε νά  μή δεχώμαστε τά πονηρά τηλεγραφήματα  του  διαβόλου, γιά  νά  μή  μολύνουμε  τον  Ναόν  τον  Αγίου  Πνεύματος καί  άπομακρυνθή  ή  Χάρις  του Θεού,  μέ  αποτέλεσμα  νά  σκοτισθούμε.  Το  Άγιο  Πνεύμα,  όταν  δη  τήν  καρδιά  μας  αγνή, έρχεται  καί κατοικεί μέσα μας,  γιατί αγαπάει τήν  αγνότητα  – γι’  αυτό  καί παρουσιάσθηκε σάν περιστέρι.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Γ’
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Πηγή: Agioritikovima.gr

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Όσιος Γέροντας Πορφύριος: Περί προσευχής

*Ο τελειότερος τρόπος προσευχής είναι ο σιωπηλός.

*Πιο πολύ θα προσεύχεσθε για τους άλλους παρά για τον εαυτό σας. Όλοι είμαστε παιδιά του ίδιου Πατέρα, είμαστε όλοι ένα. Για αυτό όταν προσευχόμαστε για τους άλλους λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και όχι «ελέησέ τους». Τους κάνουμε έτσι ένα με τον εαυτό μας.

*Όλα τα προβλήματά μας, τα υλικά, τα σωματικά, τα πάντα, να τα αναθέτουμε στο Θεό.

*Αυτά που θέλετε να πείτε στα παιδιά σας, να τα λέτε με την προσευχή σας. Τα παιδιά δεν ακούν με τα αφτιά. Μόνον όταν έρχεται η Χάρις που τα φωτίζει, τότε ακούνε αυτά που θέλουμε να τους πούμε.
Όσιος Γέροντας Πορφύριος: Περί προσευχής*Αν τα χαλάσω με τον επίσκοπο, αν ο επίσκοπος είναι θυμωμένος μαζί μου, η προσευχή μου δεν ανεβαίνει στον ουρανό.




Πηγή: imverias.blogspot.gr

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Να δίνουμε στην ψυχή την τροφή που επιθυμεί

- Γέροντα, όταν δεν έχω όρεξη για πνευματικά, πώς να βάλω αρχή;
- Να κάνης κάτι πνευματικό που σε ευχαριστεί, και θα σου έρθη η όρεξη και για τα άλλα. Να απλώσης μπροστά σου την πνευματική τράπεζα και να βρης τί τραβά η όρεξή σου. Θέλεις να διαβάσης λίγο; Θέλεις να κάνης ένα κομποσχοίνι Θέλεις να κάνης μία Παράκληση; Θέλεις να διαβάσης Ψαλτήρι ή να κάνης λίγες μετάνοιες; Αν δεν έχης όρεξη για τίποτε, ε, τότε θέλεις βρεγμένη σανίδα.
- Από εργόχειρο, Γέροντα, μπορώ να αρχίσω;
- Μπορείς αλλά να λες συγχρόνως και την ευχή.
- Μήπως, όμως, Γέροντα, κάνοντας ό,τι με ευχαριστεί , κάνω το θέλημά μου;
- Κοίταξε, στα πνευματικά πρέπει να δίνουμε στην ψυχή την τροφή που επιθυμεί και ζητάει μόνη της. Έτσι γλυκαίνεται ,τρέφεται και παρακινείται για περισσότερα πνευματικά. Βλέπεις, και όταν αρρωσταίνουμε και ζητά κάτι ο οργανισμός μας , του το δίνουμε , για να γίνουμε καλά. Μικρός, είχα αρρωστήσει από αναιμία, και ζητούσα να φάω λεμόνι. Οι δικοί μου όμως, επειδή δεν ήξεραν αν έπρεπε να φάω λεμόνι, δεν μου έδιναν και περίμεναν τον γιατρό. Και τελικά, όταν ήρθε ο γιατρός, συνέστησε να τρώω λεμόνια, γιατί ο οργανισμός μου είχε ανάγκη από βιταμίνες που περιέχονται στα λεμόνια.
- Γέροντα, για να αντιμετωπίσω αυτόν τον καιρό την αμέλεια, έκανα μια προσπάθεια να εφαρμόσω ένα πρόγραμμα.
- Το πρόγραμμα καλό είναι, αλλά πρέπει πρώτα να μπη η καρδιά και μετά το πρόγραμμα.
- Μήπως, Γέροντα, να μου βάζατε εσείς ένα πρόγραμμα;

- Το πρόγραμμα που θα σου βάλω, είναι να κάνης ό,τι πνευματικό σ’ ευχαριστεί. Να μη στριμώχνης με άγχος τον εαυτό σου, αλλά να εξετάζης από τί είδους πνευματική τροφή έχει ανάγκη η ψυχή σου και να της το δίνης. Όταν νιώθης την ανάγκη να ψάλης, να ψάλης˙ όταν σε τραβάη η μελέτη, να μελετάς˙ όταν σε τραβάη η ευχή, να λες την ευχή. Να κάνης και ό,τι άλλο πνευματικό επιθυμείς, αρκεί να μην καταπιέζης τον εαυτό σου. Νομίζω ότι κατάλαβες. Αυτό θα γίνη τώρα στις αρχές , μέχρι να γλυκαθή η ψυχή σου, και μετά θα μπης σε μια πνευματική σειρά που θα σε τραβάη από μόνη της. Μην ανησυχής λοιπόν, με την Χάρη του Θεού θα πάρη μπρος η μηχανή σου και θα τρέχης.

Από το βιβλίο: « ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ ζ΄ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

http://agiosmgefiras.blogspot.co.uk/2014/05/blog-post_6242.html 

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Γέροντας Αμβρόσιος – Ο έχων πίστη μέχρι και βουνό μετακινεί








gerontas-amvrosios
Ένας άνδρας τηλεφώνησε μια μέρα στο Μοναστήρι και ζήτησε να του μιλήσει.
- Γέροντα, την ευχή σας.
- Του Κυρίου. Δεν μου λες, ποιο βουνό έχετε εκεί, στη Λιβαδειά;
- Τον Παρνασσό.
- Άλλο;
- Τον Ελικώνα.
- Αυτόν τον Λικώνα να τον φέρεις εδώ.
- Ποιόν να φέρω, Γέροντα;
- Ά, είσαι και κουφός! Βρε, δεν ακούς; Τον Λικώνα αυτόν φέρ” τον εδώ.
Ο άνθρωπος σκέφτηκε πως κάτι άλλο θα εννοούσε. Και με το που πήγε στο Μοναστήρι, έγινε ο εξής διάλογος:
- Καλώς το μαναράκι μου.
- Γέροντα, ευλογείτε.
- Ο Κύριος. Που “ν “τος;
- Ποιος;
- Ο Λικώνας. Δεν τον έφερες;
- Ποιόν να φέρω;
- Το βουνό, βρε, δεν σου είπα να το φέρεις;
- Τι λέτε, Γέροντα;
- Δεν έχεις πίστη.
- Γιατί, Γέροντα μου;
- Έχεις, αλλά λίγη. Γιατί, άμα είχες πίστη δυνατή, θα κουβάλαγες βουνό κοντά σου. Δεν το λέει μέσα στη Γραφή, ότι ο έχων πίστη μέχρι και βουνό μετακινεί;

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Ἀτενίζοντας τόν οὐρανό


 
 Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζάντονσκ
Οἱ πραγματικοί χριστιανοί ζοῦν σ’ αὐτό τόν κόσμο σάν ὁδοιπόροι καί ταξιδιῶτες καί ξένοι. Ἀτενίζουν πάντοτε μέ τά πνευματικά μάτια τῆς πίστεως τήν οὐράνια πατρίδα, κι αὐτή προσπαθοῦν νά κατακτήσουν.
Γίνε κι ἐσύ σέ τοῦτο τόν κόσμο ὁδοιπόρος καί ταξιδιώτης. Ἀτένιζε ἀδιάκοπα πρός τήν πατρίδα αὐτή καί μόχθησε νά τήν κερδίσεις. Ἔτσι θά νεκρωθεῖ μέσα σου ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας, ἡ σαρκική ἐπιθυμία, ἡ γοητεία τοῦ κακοῦ.
Ὅποιος ἐπιζητεῖ τήν αἰώνια μακαριότητα καί ἀγωνίζεται μέ ἐπιμέλεια νά τήν κατακτήσει, αὐτός θεωρεῖ τά πάντα παροδικά καί προσέχει μήν τυχόν, ἐπιδιώκοντας τά πρόσκαιρα στερηθεῖ τά αἰώνια.
Εἴμαστε πλασμένοι γιά τήν αἰώνια ζωή ἀπό τόν Πλάστη μας καί ἔχουμε κληθεῖ σ’ αὐτή μέ τό θεῖο λόγο Του καί τό ἅγιο Βάπτισμα πού μᾶς ἀναγέννησε. Γι’ αὐτό ἦρθε ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, στόν κόσμο· γιά νά μᾶς καλέσει καί νά μᾶς ὁδηγήσει στήν αἰώνια ζωή, πού εἶναι ἡ μόνη ἀπαραίτητη καί πραγματική.
Αὐτή ἄς ἀποτελεῖ τόν πρῶτο σου στόχο καί σ’ αὐτήν ἄς ἀποβλέπει ἡ κάθε σου μέριμνα, ὥστε νά τήν ἀποκτήσεις. Χωρίς αὐτή τά πάντα εἶναι μάταια, ἔστω κι ἄν ἐξουσιάζεις ὅλο τόν κόσμο. Κάθε ἁμαρτία καί προσκόλληση στήν κοσμική ματαιότητα δημιουργεῖ προσκόμματα στήν ἀπόκτησή της. Φυλάξου λοιπόν ἀπ’ αὐτά γιά νά μήν τή στερηθεῖς.
Προσέχεις πολύ τήν πρόσκαιρη ζωή σου, ἄν καί εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁπωσδήποτε θά τήν ἀφήσεις, καί κάνεις τό πᾶν γιά νά μήν τή στερηθεῖς. Πόσο ἀσύγκριτα περισσότερο πρέπει νά προσέχεις τήν αἰώνια ζωή σου καί νά καταβάλλεις κάθε προσπάθεια γιά νά μήν τή χάσεις;
Ὅλα τά πρόσκαιρα, ὅταν συγκριθοῦν μέ τά ἀγαθά τῆς αἰώνιας ζωῆς, εἶναι μηδέν. Ζήτησε τήν αἰώνια ζωή σάν τό μοναδικό ἀληθινό ἀγαθό σου, καί ἀπόφευγε συστηματικά κάθε τί πού σοῦ κλείνει τήν πόρτα πρός αὐτήν. Ὁ φιλάνθρωπος Θεός θέλει νά σέ σώσει. Αὐτό ἄς εἶναι καί δικό σου θέλημα. Ἔτσι ὁπωσδήποτε θά σωθεῖς. Νά ἐπιθυμεῖς τήν αἰώνια ζωή καί νά τή ζητᾶς ὅπως ὁ πεινασμένος τήν τροφή καί ὁ διψασμένος τό νερό. Τότε θά τήν ἀποκτήσεις σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία σου.
Μή μιμεῖσαι ἐκείνους τούς χριστιανούς, πού ποθοῦν καί κυνηγοῦν σ’ αὐτόν τόν κόσμο τά πλούτη, γιά νά ζοῦν μέσα στίς ἀπολαύσεις καί τίς δόξες. Αὐτοί ξέχασαν ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔπαθε καί πέθανε γιά χάρη τους, καί μέ τό πάθος καί τό θάνατό Του ἄνοιξε τήν πύλη τῆς αἰωνιότητος, στήν ὁποία τούς κάλεσε. Αὐτοί ἐπιθυμοῦν καί ἐπιδιώκουν μόνο ὅσα βλέπουν· ὅσα δέν βλέπουν οὔτε τά ἐπιθυμοῦν οὔτε τά ἀναζητοῦν.
Αὐτοί κάθε μέρα ἁπλώνουν τά χέρια τους, ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἀδάμ, στό ἀπαγορευμένο δέντρο, τρῶνε ἀπ’ αὐτό, κι ἔτσι μέ τή θέλησή τους ἀποχωρίζονται ἀπό τό Θεό.
Αὐτοί συμπεριφέρονται ὅπως οἱ Ἰσραηλίτες, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἔφυγαν ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἔστρεψαν πάλι πίσω σ’ αὐτήν τίς καρδιές τους, ἐπιθυμώντας τά φαγητά τῶν Αἰγυπτίων· ἔτσι ὀργίστηκε ἐναντίον τους ὁ Κύριος.
Αὐτοί οἱ χριστιανοί μέ τό ἅγιο Βάπτισμα ἐλευθερώθηκαν ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου, ὅπως τότε οἱ Ἰσραηλίτες ἀπό τή δουλεία τοῦ Φαραώ, καί ὑποσχέθηκαν ν ἀγωνιστοῦν γιά τήν κατάκτηση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Ἡ καρδιά τους ὅμως παραμένει προσκολλημένη στά κοσμικά καί ὑλικά. Ἀδιαφοροῦν γιά τά αἰώνια καί κυνηγοῦν τά πρόσκαιρα.
Ἐσύ νά μή μιμῆσαι τέτοιους χριστιανούς, ἀλλά νά προσανατολίζεις τήν πίστη σου καί τήν καρδιά σου πρός τ’ ἄφθαρτα ἀγαθά. Ἡ περιουσία τοῦ χριστιανοῦ, ἡ κληρονομιά, οἱ τιμές, ἡ δόξα, ὁ πλοῦτος καί ὅλοι οἱ θησαυροί δέν βρίσκονται στόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά στήν οὐράνια πατρίδα, «ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι». Ἐκεῖ εἶναι ἑτοιμασμένα γι’ αὐτόν ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα ὅλα τ’ ἀγαθά.
Αὐτά νά ἐπιδιώκεις μέ κάθε ἐπιμέλεια. Ὅσο γιά τά ἐγκόσμια ἀγαθά, αὐτά νά τά χρησιμοποιεῖς μέ προσευχή καί φόβο Θεοῦ, γιά νά μήν παροργίσεις τόν Κύριο μέ τήν πλεονεξία. Θυμήσου τί γράφει ὁ Ἀπόστολος: «Οὐδέν εἰσηνέγκαμεν εἰς τόν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδέ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα· ἔχοντες δέ διατροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. 6, 7-8).
Σύγκρινε τό χρόνο μέ τήν αἰωνιότητα, τό παρόν μέ τό μέλλον, τούς ζωντανούς μέ τούς νεκρούς, καί θά φωτιστεῖ ὁ νοῦς σου, ὥστε νά γνωρίσεις καί νά καταλάβεις ὅτι κάνουν πολύ ἄσχημα «οἱ θησαυρίζοντες ἐπί τῆς γῆς καί μή εἰς Θεόν πλουτοῦντες» (Λουκ. 12, 21).
Ὅλοι οἱ νεκροί ἄφησαν τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου. Θά τ’ ἀφήσεις κι ἐσύ, ἔστω κι ἄν ὅλος ὁ κόσμος εἶναι δικός σου. Ἕνα μόνο ἀπόκτημα ταξιδεύει μαζί μας στόν μέλλοντα αἰῶνα, ἡ εὐσέβεια.
Νά εἶσαι λοιπόν εὐσεβής μέχρι τέλους καί νά ἔχεις τήν εὐσέβεια σάν τόν μόνο πραγματικό σου θησαυρό.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἀπό τό βιβλίο: “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.

Λόγος περί καταλαλιάς του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακoς


ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε στὴν σειρά της μετὰ τοὺς προγόνους της. Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά· παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ ἀφανής, ποὺ ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος.

2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.

3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλούντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον.

4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο, καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῷ ὁ λῃστὴς στὴν χορεία τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου!

5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτη τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἀλλὰ στὸν δαίμονα ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήση στὸν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε.

6. Εἶδα ἄνθρωπο ποὺ φανερὰ ἁμάρτησε, ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει.

7. Αὐτὸν ποὺ σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον, ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»; Ἔτσι θὰ ἔχης δυὸ ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν πλησίον.

8. Μία ὁδός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς σύντομες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τὸ νὰ μὴ κρίνωμε, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ´ 37). Ὅπως δὲν συμβιβάζεται ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μετάνοια.

9. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἂν ἰδῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μήτε τότε νὰ τὸν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ἔπεσαν φανερὰ σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφὰ ὅμως ἔπραξαν πολὺ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐκρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἦταν καπνὸς καὶ ὄχι ἥλιος.

10. Ἂς μὲ ἀκούσετε, ἂς μὲ ἀκούσετε ὅλοι ἐσεῖς οἱ κακοὶ κριταὶ τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὅτι «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ´ 2), τότε ἂς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον εἴτε ψυχικὰ εἴτε σωματικά, θὰ περιπέσωμε σ᾿ αὐτά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη διαφορετικά.

11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροὶ καὶ σχολαστικοὶ κριταὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιὰ τὰ ἰδικά τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτικὴ φροντίδα (γνῶσι) καὶ μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τὸ περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καὶ ἰδῆ μὲ ἀκρίβεια τὰ ἰδικά του κακά, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φροντίση πλέον στὴν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ πενθήση τὶς ἰδικὲς τοῦ ἁμαρτίες, ἔστω καὶ ἂν θὰ ἐζοῦσε ἑκατὸ ἔτη, καὶ ἂν θὰ ἔβλεπε ὁλόκληρο τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ.

12. Περιεργάσθηκα καλὰ τὴν κατάστασι τοῦ πένθους καὶ δὲν εὑρῆκα σ᾿ αὐτὴν ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως.

13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικὰ ἢ στὸ νὰ ἁμαρτήσωμε ἤ, ἂν δὲν ἁμαρτήσωμε, στὸ νὰ κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μὲ τὸ δεύτερο νὰ μολύνουν οἱ κακοῦργοι τὸ πρῶτο. Ἂς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καὶ φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ τοῦτο: Τὶς διδασκαλίες, τὰ πράγματα ἢ τὰ κατορθώματα τοῦ ἄλλου τὰ κατηγοροῦν καὶ τὰ διαβάλλουν μὲ εὐχαρίστησι καὶ εὐκολία, (νικημένοι καὶ) καταποντισμένοι ἄθλια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους.

14. Εἶδα μερικοὺς οἱ ὁποῖοι μυστικὰ καὶ κρυφὰ διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καὶ στηριζόμενοι στὴν ὑποκριτικὴ καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μὲ αὐστηρότητα αὐτοὺς ποὺ ὑποπίπτουν σὲ μερικὰ μικρὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα καὶ φανερώνουν.

15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει.

16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νὰ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις, ἐὰν καὶ μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψη ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη.

17. Ὁ καλὸς «ραγολόγος» τρώγει τὶς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καὶ δὲν πειράζει καθόλου τὶς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετὲς βλέπει στοὺς ἄλλους τὶς σημειώνει μὲ ἐπιμέλεια, ἐνῷ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κατηγορίες. Γι᾿ αὐτὸν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ´ 7).

18. Μὴ κατακρίνης καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς ὀφθαλμούς σου, διότι καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐξαπατῶνται.

Βαθμὶς δεκάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ πένθους.
Κλῖμαξ
Ἐκδόσεις Ἱ Μ. Παρακλήτου
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος

Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος - Λόγος περί Δειλίας

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ
Περὶ δειλίας
(Διὰ τὴν ἄνανδρον δειλίαν)
ΟΠΟΙΟΣ ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ σὲ Κοινόβιο ἢ σὲ συνοδία, δὲν εἶναι συνηθισμένο νὰ πολεμῆται ἀπὸ τὴν δειλία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εὑρίσκεται σὲ ἡσυχαστικώτερους τόπους, ἂς ἀγωνίζεται μήπως καὶ τὸν κυριεύση τὸ γέννημα τῆς κενοδοξίας καὶ ἡ θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, δηλαδὴ ἡ δειλία.

2. Ἡ δειλία εἶναι νηπιακὴ συμπεριφορὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἐγήρασε στὴν κενοδοξία. Ἡ δειλία εἶναι ἀπομάκρυνσις τῆς πίστεως, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀναμένονται ἀπροσδόκητα κακά.

3. Ὁ φόβος εἶναι κίνδυνος ποὺ προμελετᾶται. Ἢ διαφορετικά, ὁ φόβος εἶναι μία ἔντρομη καρδιακὴ αἴσθησις, ποὺ συγκλονίζεται καὶ ἀγωνιᾶ ἀπὸ ἀναμονὴ ἀπροβλέπτων συμφορῶν. Ὁ φόβος εἶναι μία στέρησις τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας. Ἡ ὑπερήφανη ψυχὴ εἶναι δούλη τῆς δειλίας· ἔχοντας πεποίθησι στὸν ἑαυτόν της καὶ ὄχι στὸν Θεόν, φοβεῖται τοὺς κρότους τῶν κτισμάτων καὶ τὶς σκιές.

4. Ὅσοι πενθοῦν καὶ ὅσοι καταπονοῦνται χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν κόπους καὶ πόνους, δὲν ἀποκτοῦν δειλία. Πολλὲς φορὲς ὅσοι ὑποκύπτουν στὴν δειλία χάνουν τὸ μυαλό τους. Καὶ εἶναι φυσικὸ αὐτό, διότι εἶναι δίκαιος Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει τοὺς ὑπερηφάνους, ὥστε καὶ οἱ ὑπόλοιποι νὰ μάθωμε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦμε.

5. Ὅλοι ὅσοι φοβοῦνται εἶναι κενόδοξοι, ἀλλ᾿ ὅμως ὅλοι ὅσοι δὲν φοβοῦνται δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ταπεινόφρονες, ἀφοῦ καὶ οἱ λησταὶ καὶ οἱ τυμβωρύχοι δὲν ὑποκύπτουν εὔκολα στὴν δειλία.

6. Σὲ ὅποιους τόπους συνηθίζεις νὰ φοβῆσαι, μὴ διστάζῃς νὰ πηγαίνῃς, ὅταν ἀκόμη δὲν ἔχῃ ξημερώσει. Ἐὰν δείξεις κάποια χαλαρότητα στὸ σημεῖο αὐτό, τότε θὰ γηράση μαζί σου τὸ νηπιακὸ καὶ ἀξιογέλαστο τοῦτο πάθος. Ἐνῷ βαδίζεις πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁπλίζου μὲ τὴν προσευχή. Μόλις φθάσης σ᾿ ἐκείνους τοὺς τόπους, ἀνύψωσε τὰ χέρια σου. Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μάστιζε τοὺς ἐχθρούς, διότι δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ ἰσχυρότερο ὅπλο. Ἀφοῦ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια αὐτή, ἂς ἀνυμνήσης τὸν Λυτρωτή σου· διότι ἐὰν τὸν εὐγνωμονῆς, θὰ σὲ σκεπάζη παντοτινά.

7. Ποτὲ δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ γεμίσῃς τὴν κοιλία. Παρόμοια βέβαια δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ νικήσῃς τὴν δειλία. Ὅταν ἔχωμε πολὺ πένθος, θὰ ὑποχωρήση πιὸ γρήγορα· ὅταν ὅμως αὐτὸ μᾶς λείπη, θὰ παραμένουμε συνεχῶς δειλοί. «Ἔφριξάν μου τρίχες καὶ σάρκες» εἶπε ὁ Ἐλιφὰζ (Ἰὼβ δ´ 15), περιγράφοντας τὴν πανουργία τούτου τοῦ δαίμονος.

8. Ἄλλωτε ἐδειλίασε πρῶτα ἡ ψυχὴ καὶ ἄλλοτε τὸ σῶμα, καὶ ἐν συνεχείᾳ μεταβίβασε τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὸ πάθος. Ἂν συμβῆ νὰ φοβηθῆ τὸ σῶμα, χωρὶς ὅμως νὰ εἰσδύση ὁ ἄκαιρος φόβος στὴν ψυχή, εὑρισκόμεθα πλησίον στὴν θεραπεία. Ὅταν δὲ ὅλα τὰ δυσάρεστα καὶ ἀπροσδόκητα τὰ δεχώμεθα πρόθυμα, μὲ συντριμμένη καρδιά, τότε ἐλευθερωθήκαμε πραγματικὰ ἀπὸ τὴν δειλία.

9. Δὲν ἐνισχύει τοὺς δαίμονας ἐναντίον μας τὸ σκότος καὶ ἡ ἐρημία τῶν τόπων, ἀλλὰ ἡ ἀκαρπία τῆς ψυχῆς μας. Μερικὲς φορὲς ὅμως πρόκειται γιὰ οἰκονομικὴ παίδευσι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.

10. Ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε δοῦλος τοῦ Κυρίου, θὰ φοβηθῆ μόνο τὸν ἰδικό του Δεσπότη. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν φοβεῖται ἀκόμη Αὐτόν, φοβεῖται πολλὲς φορὲς τὴν σκιά του.

11. Ὅταν πλησιάση ἀοράτως ἕνα πονηρὸ πνεῦμα, φοβεῖται τὸ σῶμα. Ὅταν ὅμως πλησιάση κάποιος Ἄγγελος, ἀγάλλεται ἡ ψυχὴ τῶν ταπεινῶν. Γι᾿ αὐτό, μόλις ἀπὸ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ἀντιληφθοῦμε τὴν παρουσία του, ἂς τρέξουμε γρήγορα στὴν προσευχή, διότι ἦλθε νὰ προσευχηθῆ μαζί μας ὁ ἀγαθός μας φύλαξ.

Ὅποιος ἐνίκησε τὴν δειλία, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀνέθεσε στὸν Θεὸν καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ψυχή του.

Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος: Λόγος περί μνησικακίας

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ
ΛΟΓΟΣ ΕΝΑΤΟΣ
Περὶ μνησικακίας
ΟΜΟΙΑΖΟΥΝ, οἱ μὲν εὐλογημένες καὶ ὅσιες ἀρετὲς μὲ τὴν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, οἱ δὲ ἀνόσιες κακίες μὲ τὴν ἁλυσίδα ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου (πρβλ. Πράξ. ιβ´ 7). Διότι οἱ μὲν πρῶτες, καθὼς ἡ μία ὁδηγεῖ στὴν ἄλλη, ἀνεβάζουν στὸν οὐρανὸ ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἐπιθυμεῖ. Ἐνῷ οἱ ἄλλες, οἱ κακίες, ἔχουν τὴ συνήθεια νὰ γεννοῦν ἡ μία τὴν ἄλλη καὶ νὰ συσφίγγωνται μεταξύ τους. Διὰ τοῦτο καὶ μόλις προηγουμένως ἀκούσαμε τὸν ἀσύνετο θυμὸ νὰ ὀνομάζη ἰδικό του τέκνο τὴν μνησικακία. Τώρα λοιπὸν ποὺ τὸ καλεῖ ὁ καιρός, ἂς ὁμιλήσωμε καὶ γι᾿ αὐτήν.

2. Μνησικακία σημαίνει κατάληξις τοῦ θυμοῦ, φύλαξ τῶν ἁμαρτημάτων, μίσος τῆς δικαιοσύνης, ἀπώλεια τῶν ἀρετῶν, δηλητήριο τῆς ψυχῆς, σαράκι τοῦ νοῦ, ἐντροπὴ τῆς προσευχῆς (1), ἐκκοπὴ τῆς δεήσεως, ἀποξένωσις τῆς ἀγάπης, καρφὶ ἐμπηγμένο στὴν ψυχή, αἴσθησις δυσάρεστη ποὺ ἀγαπᾶται μέσα στὴν γλυκύτητα τῆς πικρίας της, συνεχὴς ἁμαρτία, ἀνύστακτη παρανομία, διαρκῆς κακία. Καὶ τοῦτο τὸ σκοτεινὸ καὶ δύσμορφο πάθος, ἡ μνησικακία δηλαδή, ἀνήκει στὰ πάθη ποὺ γεννῶνται ἀπὸ ἄλλα πάθη καὶ ὄχι σὲ αὐτὰ ποὺ γεννοῦν. Γι᾿ αὐτὸ δὲν σκοπεύομε νὰ ὁμιλήσωμε πολὺ περὶ αὐτῆς.

3. Ὅποιος κατέπαυσε τὴν ὀργή, αὐτὸς ἐφόνευσε τὴν μνησικακία, διότι γιὰ νὰ γεννηθοῦν τέκνα πρέπει νὰ ζῆ ὁ πατέρας.

4. Ὅποιος ἀπέκτησε τὴν ἀγάπη, ἔγινε ξένος της ὀργῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ διατηρεῖ τὴν ἔχθρα, συσσωρεύει στὸν ἑαυτόν του ἄσκοπα ἐνοχλητικὰ βάρη.

5. Ἡ τράπεζα καὶ τὸ γεῦμα τῆς ἀγάπης διαλύουν τὸ μίσος, καὶ τὰ εἰλικρινῆ δῶρα μαλακώνουν τὴν ὠργισμένη ψυχή. Ἡ ἀπρόσεκτη συμπεριφορὰ κατὰ τὴν τράπεζα εἶναι μητέρα τῆς παρρησίας. Καὶ ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς ἀγάπης κάνει τὴν ἐμφάνισί της στὴν τράπεζα ἡ γαστριμαργία.

6. Εἶδα μίσος νὰ διασπᾶ πολυχρόνιο πορνικὸ δεσμό, καὶ εἶδα -πράγμα παράδοξο!- μνησικακία νὰ τὸν διατηρῆ πλέον ὁριστικὰ διαλελυμένο. Θαυμαστὸ πράγματι θέαμα! Ἕνας δαίμων νὰ θεραπεύη ἀπὸ ἄλλον δαίμονα! Πρόκειται μᾶλλον γιὰ ἔργο τῆς προνοίας καὶ ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι τῆς θελήσεως τῶν δαιμόνων.

7. Ἡ μνησικακία εὑρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ καὶ αὐθόρμητη καὶ στερεωμένη ἀγάπη.

Σ᾿ αὐτὴν ὅμως τὴν ἀγάπη πλησιάζει εὔκολα ἡ πορνεία, καὶ βλέπεις στὸ περιστέρι νὰ εἰσχωρῆ ἀνεπαίσθητα ἡ ψείρα.

8. Νὰ μνησικακῆς πολὺ ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ νὰ ἐχθρεύεσαι πολὺ καὶ διαρκῶς τὴν σάρκα σου. Ἡ σάρκα εἶναι ἕνας ἀχάριστος καὶ δόλιος φίλος, καὶ ὅσο τὴν περιποιεῖται κανείς, τόσο περισσότερο αὐτὴ βλάπτει.

9. Ἡ μνησικακία γίνεται καὶ ἑρμηνευτῆς τῶν Γραφῶν, προσαρμόζοντας καὶ ἐξηγώντας τὰ λόγια του Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὶς ἰδικές της διαθέσεις. Ἂς τὴν καταισχύνη ὅμως ἡ προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Ἰησοῦς, (τὸ «Πάτερ ἡμῶν»), τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ τὴν εἰποῦμε ὅπως αὐτός, ἐὰν μνησικακοῦμε.

10. Ἂν δὲν μπορῆς, μολονότι ἐπάλαιψες πολύ, νὰ διαλύσης ἐντελῶς τὸ σκάνδαλο τῆς μνησικακίας, δεῖξε στὸν ἐχθρό σου, ἔστω μὲ λόγια, ὅτι μετενόησες. Ἔτσι θὰ συμβῆ νὰ ἐντραπῆς τὴν παρατεινομένη ὑποκρισία σου, καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσης ὁλοκληρωτικά, κεντώμενος καὶ καιόμενος σὰν μὲ πῦρ ἀπὸ τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως.

11. Τότε θὰ καταλάβης ὅτι ἀπηλλάγης ἀπὸ αὐτὴν τὴν «σαπίλα», τὴν μνησικακία δηλαδή, ὄχι ὅταν προσεύχεσαι γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἐλύπησε οὔτε ὅταν τοῦ προσφέρης δῶρα οὔτε ὅταν τοῦ στρώσης τράπεζα, ἀλλὰ ὅταν μάθης πῶς τοῦ συνέβη κάποια συμφορά, ψυχικὴ ἢ σωματική, καὶ πονέσης καὶ κλαύσης σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὸν ἑαυτό σου.

12. Ἡσυχαστὴς ποὺ διατηρεῖ μνησικακία ὁμοιάζει μὲ ἐμφωλεύουσα ἀσπίδα, ἡ ὁποία περιφέρει μέσα της θανατηφόρο δηλητήριο. Ἡ ἀνάμνησις τῶν παθημάτων τοῦ Ἰησοῦ θὰ θεραπεύση τὴν ψυχὴ ποὺ μνησικακεῖ, διότι θὰ αἰσθάνεται ὑπερβολικὴ ἐντροπή, ἐνῷ θὰ ἀναλογίζεται τὴν ἰδική Του ἀνεξικακία.

13. Στὸ σάπιο ξύλο γεννῶνται σκουλήκια. Ὁμοίως καὶ σὲ ἀνθρώπους μὲ πραότατη ἐπιφανειακὴ συμπεριφορὰ καὶ νοθευμένη ἠρεμία καὶ ἡσυχία προσκολλᾶται ἡ ὀργή. Ὅποιος τὴν ἀπεδίωξε ἀπὸ μέσα του, εὑρῆκε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του. Ὅποιος ἀντιθέτως προσκολλᾶται σ᾿ αὐτήν, ἐστερήθηκε τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ.

14. Μερικοὶ ὑπέβαλαν τὸν ἑαυτό τους σὲ κόπους καὶ ἱδρώτας γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν συγχώρησι. Ὁ ἀμνησίκακος ὅμως ἄνδρας τοὺς ξεπέρασε, ἐφ᾿ ὅσον ἀσφαλῶς εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος «ἄφετε - συντόμως- καὶ ἀφεθήσεται ὑμῖν - πλουσίως» (πρβλ. Λουκ. στ´ 37).

15. Ἡ ἀμνησικακία εἶναι ἀπόδειξις τῆς γνησίας μετανοίας. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ διατηρεῖ τὴν ἔχθρα καὶ νομίζει ὅτι ἔχει μετάνοια, ὁμοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ τοῦ φαίνεται στὸν ὕπνο του ὅτι τρέχει.

16. Εἶδα μνησικάκους νὰ παροτρύνουν ἄλλους στὴν ἀμνησικακία. Καὶ ἔτσι αἰσθάνθηκαν ἐντροπὴ ἀπὸ τὰ ἴδια τους τὰ λόγια καὶ ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὸ πάθος τους.

17. Ἂς μὴ θεωρήση κανεὶς ἀσήμαντο πάθος τούτη τὴν «σκοτομήνη», δηλαδὴ τὴν μνησικακία. Διότι πολλὲς φορὲς συμβαίνει νὰ καταλαμβάνη ἀκόμη καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἄνδρας.

Βαθμὶς ἐνάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε, ἂς ζῆ πλέον μὲ παρρησία τὴν συγχώρησι τῶν πταισμάτων του ἀπὸ τὸν Σωτῆρα Χριστόν.

----------

1. Ἡ ἐντροπὴ ἔγκειται στὸ ὅτι ἀναφερόμεθα πρὸς τὸν Θεόν, λέγοντας στὸ «Πάτερ ἡμῶν», «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν. . . », καθ᾿ ἣν στιγμὴν οὔτε συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους οὔτε λησμονοῦμε τὸ κακὸ ποὺ τυχὸν μᾶς ἔχουν κάνει.

Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος:Λόγος περί Κενοδοξίας

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Περὶ κενοδοξίας
ΜΕΡΙΚΟΙ συνηθίζουν, ὅταν ὁμιλοῦν περὶ τῶν παθῶν καὶ τῶν λογισμῶν, νὰ κατατάσσουν τὴν κενοδοξία σὲ ἰδιαίτερη τάξι, χωριστὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγουν ὅτι εἶναι ὀκτὼ οἱ πρῶτοι καὶ κυρίαρχοι πονηροὶ λογισμοί. Ἀντιθέτως ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς διδασκάλους τοὺς ἐμέτρησαν ἑπτά. Σ᾿ αὐτοὺς περισσότερο πείθομαι καὶ ἐγώ· διότι ποιὸς μπορεῖ νὰ ἔχη ὑπερηφάνεια, ἀφοῦ ἐνίκησε τὴν κενοδοξία; Τόση δὲ μόνο διαφορὰ ἔχουν μεταξύ τους, ὅση ἔχει ἐκ φύσεως τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸν ἄρτο. Τὸ πρῶτο δηλαδὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ δεύτερο τὸ τέλος. Τώρα λοιπὸν ποὺ τὸ καλεῖ ἡ περίστασις ἂς ὁμιλήσωμε μὲ συντομία γιὰ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσι τῶν παθῶν, δηλαδὴ τὴν ἀνόσιο οἴησι. Λέγω μὲ συντομία, διότι ὅποιος ἐπιχειρεῖ νὰ φιλοσοφήση γι᾿ αὐτὴν εἰς μῆκος, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ ματαιοπονεῖ προσπαθώντας νὰ ζυγίση τοὺς ἀνέμους.

2. Ἡ κενοδοξία εἶναι ὡς πρὸς μὲν τὴν μορφή, μεταβολὴ τῆς φυσικῆς τάξεως καὶ διαστροφὴ τῶν καλῶν ἠθῶν καὶ παρατήρησις παντὸς ἀξιομέμπτου πράγματος. Ὡς πρὸς δὲ τὴν ποιότητα, σκορπισμὸς τῶν καμάτων, ἀπώλεια τῶν ἱδρώτων, δόλιος κλέπτης τοῦ θησαυροῦ, ἀπόγονος τῆς ἀπιστίας, πρόδρομος τῆς ὑπερηφανείας, ναυάγιο μέσα στὸ λιμάνι, μυρμήγκι στὸ ἁλώνι, ποὺ εἶναι μὲν μικρό, ἀλλὰ ἀπειλεῖ νὰ κλέψῃ ἀθόρυβα ὅλον τὸν καρπὸ καὶ τὸν κόπο τοῦ γεωργοῦ.

3. Τὸ μυρμήγκι περιμένει νὰ γίνη τὸ σιτάρι, καὶ ἡ κενοδοξία νὰ συναχθῆ ὁ πνευματικὸς πλοῦτος. Καὶ τὸ μὲν μυρμήγκι τρέχει γιὰ νὰ κλέψη· ἡ δὲ κενοδοξία χαίρεται γιατί θὰ διασκορπίση. Τὸ πνεῦμα τῆς ἀπογνώσεως χαίρεται, ὅταν βλέπη νὰ πληθύνεται ἡ κακία, ἐνῷ τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας χαίρεται, ὅταν βλέπη νὰ πληθύνεται ἡ ἀρετή. Εἴσοδος γιὰ τὸ πρῶτο εἶναι τὰ πλήθη τῶν τραυμάτων, ἐνῷ γιὰ τὸ δεύτερο ὁ πλοῦτος τῶν καμάτων.

4. Παρατήρησε καὶ θὰ ἰδῆς ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνόσιος, δηλαδὴ ἡ κενοδοξία, εἶναι ἀκμαία καὶ μέχρι τοῦ τάφου. Θὰ τὴν ἰδῆς στὰ ροῦχα καὶ στὰ μύρα καὶ στὴν νεκρικὴ πομπὴ καὶ στὰ ἀρώματα καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα.

5. Παντοῦ λάμπει ὁ ἥλιος ἄφθονα, καὶ παντοῦ σὲ κάθε ἔργο χαίρεται ἡ κενοδοξία. Π. χ. ὅταν νηστεύω, κενοδοξῶ, ἀλλὰ καὶ ὅταν καταλύω γιὰ νὰ μὴ φανῆ ἡ ἀρετή μου, πάλι κενοδοξῶ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶμαι συνετός. Ὅταν φορῶ λαμπρὰ ροῦχα νικῶμαι ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὰ ἀντικαταστήσω μὲ ταπεινὰ πάλι κενοδοξῶ. Ὅταν ὁμιλῶ νικῶμαι, ἀλλὰ καὶ ὅταν σιωπῶ πάλι νικῶμαι. Ὅπως καὶ ἂν τὴν ρίξεις αὐτὴ τὴν τρίβολο ἄκανθα, ἵσταται ὄρθιο τὸ κεντρί της.

6. Ὁ κενόδοξος δείχνει ὅτι εἶναι πιστός, ἐνῷ εἶναι εἰδωλολάτρης. Φαινομενικὰ μὲν σέβεται τὸν Θεόν, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἐπιζητεῖ νὰ ἀρέση στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι στὸν Θεόν. Κενόδοξος εἶναι κάθε ἐπιδεικτικὸς ἄνθρωπος. Τοῦ κενοδόξου ἡ νηστεία εἶναι χωρὶς μισθὸ καὶ ἡ προσευχὴ ἄκαιρη καὶ ἄστοχη. Διότι καὶ τὰ δυὸ τὰ κάνει γιὰ τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὁ κενόδοξος ἀσκητὴς εἶναι διπλὰ ἀδικημένος, ἀφοῦ καὶ τὸ σῶμα του τὸ τυραννεῖ, καὶ μισθὸ δὲν παίρνει.

7. Ποιὸς δὲν θὰ γελάση μὲ τὸν ἐργάτη τῆς κενοδοξίας ποὺ παρίσταται στὴν ψαλμῳδία καὶ ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ αὐτήν, ἄλλοτε γελᾶ καὶ ἄλλοτε κλαίει ἐνώπιον ὅλων;

8. Ἀποκρύπτει πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ μάτια μας καὶ τὰ καλὰ ποὺ ἔχομε ἀποκτήσει. Ἦλθε ὅμως αὐτὸς ποὺ συνηθίζει νὰ ἐπαινῆ, ἢ μᾶλλον νὰ πλανᾶ, καὶ μὲ τοὺς ἐπαίνους μᾶς ἄνοιξε τὰ μάτια. Καὶ μόλις αὐτὰ ἄνοιξαν, ἐξαφανίσθηκε ἀπὸ μέσα μας ὁ πνευματικὸς πλοῦτος.

9. Ἐκεῖνος ποὺ κολακεύει εἶναι ὑπηρέτης τῶν δαιμόνων, ὁδηγὸς πρὸς τὴν ὑπερηφάνεια, ἐξολοθρευτὴς τῆς κατανύξεως, ἀφανιστὴς τῶν καλῶν ἔργων, ἀποπλανητὴς ἀπὸ τὸ σωστὸ δρόμο. «Οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς, λέγει ὁ προφήτης, πλανῶσιν ὑμᾶς» (Ἡσ. γ´ 12).

10. Ἴδιον τῶν προχωρημένων στὴν ἀρετὴ εἶναι νὰ ὑπομένουν γενναῖα καὶ εὐχάριστα τὶς ὕβρεις. Ἴδιον ὅμως τῶν ἁγίων καὶ τῶν ὁσίων εἶναι νὰ παρέρχωνται ἀβλαβῶς τοὺς ἐπαίνους.

11. Εἶδα πενθοῦντας νὰ τοὺς ἐπαινοῦν καὶ νὰ ἐξοργίζωνται γι᾿ αὐτό. Ἔτσι σὰν σοφοὶ ἔμποροι σὲ πανήγυρι ἀντάλλαξαν τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας μὲ τὸ πάθος τῆς ὀργῆς.

12. «Οὐδεὶς γινώσκει τὰ τοῦ ἀνθρώπου, εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἐν αὐτῷ» (Α´ Κορ. β´ 11). Γι᾿ αὐτὸ ἂς αἰσχυνθοῦν καὶ ἂς κλείσουν τὸ στόμα τους ὅσοι ἐγκωμιάζουν τοὺς ἄλλους κατὰ πρόσωπον.

13. Ὅταν ἀκούσης ὅτι ὁ πλησίον σου ἢ ὁ φίλος σου σὲ περιεγέλασε πίσω σου ἢ ἐμπρός σου, ἐσὺ νὰ τοῦ δείξης ἀγάπη καὶ νὰ τὸν ἐπαινέσης.

14. Εἶναι μεγάλο πράγμα τὸ νὰ ἀποδιώξης ἀπὸ τὴν ψυχή σου τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Μεγαλύτερο ὅμως εἶναι τὸ νὰ ἀποδιώξης τὸν ἔπαινο τῶν δαιμόνων.

15. Δὲν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐξευτέλισε τὸν ἑαυτό του· γιατί πῶς δὲν θὰ σηκώση κανεὶς τὰ ἰδικά του λόγια; ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐξυβρίσθη ἀπὸ ἄλλον καὶ παρὰ ταῦτα δὲν ἐλάττωσε ἀπέναντί του τὴν ἀγάπη του.

16. Ἐπεσήμανα τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας νὰ σπείρη λογισμοὺς σὲ κάποιον ἀδελφό, καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς φανερώνη αὐτοὺς καὶ σ᾿ ἕναν ἄλλο. Καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ κάνη τὸν δεύτερο νὰ ἀποκαλύψῃ στὸν πρῶτο τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς του, ὥστε αὐτὸς νὰ τὸν μακαρίζη ὡς προορατικό. Μερικὲς φορὲς ὁ ἀνόσιος δαίμων τῆς κενοδοξίας ἐγγίζει καὶ στὰ μέλη τοῦ σώματος καὶ προξενεῖ διάφορες κινήσεις καὶ παλμούς.

Μὴν τὸν παραδεχθῆς τὸν δαίμονα αὐτόν, ὅταν σου ὁμιλῆ γιὰ ἐπισκοπὲς ἢ ἡγουμενίες ἢ διδασκαλικὰ ἀξιώματα. Πρόσεξε γιατί εἶναι δύσκολο νὰ ἀπομακρύνης τὸν σκύλο ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ κρεοπωλείου. Μόλις αὐτὸς ἀντιληφθῆ ὅτι ἔχομε κάποια εἰρηνικὴ κατάστασι, μᾶς προτρέπει ἀμέσως νὰ ἐγκαταλείψωμε τὴν ἔρημο καὶ νὰ ἀναχωρήσωμε γιὰ τὸν κόσμο. «Πήγαινε, μᾶς λέγει, νὰ σώσης ψυχὲς οἱ ὁποῖες χάνονται»!

17. Ἄλλη εἶναι ἡ μορφὴ τῶν Αἰθιόπων καὶ ἄλλη ἡ μορφὴ τῶν ἀνδριάντων. Κατὰ παρόμοιο τρόπο ἄλλη εἶναι ἡ μορφὴ τῆς κενοδοξίας τῶν κοινοβιατῶν καὶ ἄλλη τῶν ἐρημιτῶν.

18. Τὶς ἐπισκέψεις τῶν κοσμικῶν στὴν Μονὴ τὶς ἀντιλαμβάνεται πρώτη ἡ κενοδοξία καὶ προτρέπει τοὺς πιὸ ἐλαφροὺς μοναχοὺς νὰ ἐξέλθουν νὰ ὑποδεχθοῦν τοὺς ἐρχομένους. Τοὺς κάνει νὰ πέφτουν στὰ πόδια τους, καὶ ἔτσι φορεῖ τὸ προσωπεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης αὐτὴ ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Κάνει συνεσταλμένο καὶ ταπεινὸ τὸν τρόπο τῆς συμπεριφορὰς καὶ τὸν τόνο τῆς φωνῆς καὶ κοιτάζει στὰ χέρια τῶν ἐπισκεπτῶν γιὰ νὰ λάβη τὰ δῶρα τους. Ἐπὶ πλέον τοὺς ἀποκαλεῖ κυρίους καὶ προστάτας καὶ ὅτι σ᾿ αὐτοὺς χρωστοῦν μετὰ τὸν Θεὸν τὴν ζωή τους οἱ μοναχοί.

Ἐν συνεχείᾳ ἐνῷ ἐκάθισαν στὴν τράπεζα, τοὺς προτρέπει νὰ ἐγκρατεύωνται καὶ νὰ ἐπιπλήττουν αὐστηρὰ τοὺς κατωτέρους, διότι δῆθεν αὐτοὶ δὲν ἐγκρατεύονται. Ἐνῷ ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ψαλμῳδίας, τοὺς ρᾳθύμους τοὺς ἔκανε προθύμους, τοὺς ἀφώνους καλλιφώνους καὶ τοὺς νυσταλέους ἀγρύπνους. Τοὺς προτρέπει ἀκόμη νὰ καλοπιάνουν τὸν κανονάρχη καὶ νὰ τὸν ἐκλιπαροῦν νὰ τοὺς παραχωρήση τὰ πρωτεῖα στὴν ψαλμῳδία. Τοὺς κάνει νὰ τὸν ἀποκαλοῦν πατέρα καὶ διδάσκαλο. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἕως ὅτου ἀναχωρήσουν οἱ ξένοι!

Ὅσους τιμῶνται καὶ προτιμῶνται τοὺς ὡδήγησε στὴν ὑπερηφάνεια καὶ ὅσους καταφρονοῦνται στὴν μνησικακία.

19. Ἡ κενοδοξία πολλὲς φορὲς ἀντὶ γιὰ τιμὴ προξένησε ἀτιμία. Διότι συνέβη νὰ ὀργισθοῦν (ἐξ αἰτίας της) οἱ μαθηταί της, καὶ ἔτσι τοὺς ἐντρόπιασε ἀφάνταστα (ἐμπρὸς στοὺς ἄλλους). Ἡ κενοδοξία τοὺς ὀξύθυμους ἐπὶ παρουσίᾳ ἀνθρώπων τοὺς μετέβαλε σὲ πρᾴους. Κάνει μεγάλη ἕφοδο σὲ ὅσους ἔχουν φυσικὰ χαρίσματα, καὶ ἐκμεταλλευομένη αὐτὰ ὡδήγησε πολλὲς φορὲς τοὺς ἀθλίους στὴν πτῶσι.

20. Εἶδα ἕναν δαίμονα ποὺ ἐλύπησε καὶ ἐδίωξε τὸν ἀδελφό του! Ἐνῷ δηλαδὴ ἕνας μοναχὸς ἦταν ὠργισμένος, ἔφθασαν κοσμικοὶ ἐπισκέπτες, ὁπότε μετεπωλήθη ὁ ἄθλιος ἀπὸ τὴν ὀργὴ στὴν κενοδοξία, δηλαδὴ ἐμφανίσθηκε ὡς πρᾴος στὰ μάτια τῶν ἐπισκεπτῶν. Δὲν μποροῦσε βεβαίως νὰ δουλεύη συγχρόνως καὶ στὰ δυὸ πάθη, καὶ στὴν ὀργὴ καὶ στὴν κενοδοξία.

21. Αὐτὸς ποὺ πουλήθηκε στὴν κενοδοξία ζῆ διπλὴ ζωή. Ἐξωτερικὰ καὶ μὲ τὸ σχῆμα του ζῆ ὡς μοναχός, μὲ τὶς ἐσωτερικές του ὅμως σκέψεις καὶ διαθέσεις ὡς κοσμικός.

22. Ἐὰν σπεύδωμε γρήγορα νὰ ἐπιτύχωμε τὴν εὐαρέστησι τὴν ἄνω, ἂς φροντίζωμε πολὺ νὰ γευθοῦμε καὶ τὴν ἄνω δόξα. Διότι αὐτὸς ποὺ ἐγεύθηκε ἐκείνη τὴν δόξα, θὰ καταφρονήση κάθε ἐπίγειο δόξα. Ἀπορῶ δὲ πῶς θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ καταφρονήση τὴν δεύτερη, χωρὶς νὰ γευθῆ τὴν πρώτη.

23. Πολλὲς φορές, ἐνῷ μας εἶχε κλέψει ἡ κενοδοξία, γυρίσαμε καὶ τὴν ἐκλέψαμε ἐμεῖς μὲ πιὸ ἔξυπνο τρόπο. Εἶδα μερικοὺς ποὺ ἄρχισαν κάποια πνευματικὴ προσπάθεια ἀπὸ κενοδοξία καί, μολονότι ἡ ἀρχὴ ἦταν ἀξιόμεμπτη, τὸ τέλος ὑπῆρξε καλὸ καὶ ἐπαινετό, διότι ἐν τῷ μεταξὺ μετέστρεψαν τὴν κακὴ σκέψι.

24. Ὅποιος ὑπερηφανεύεται γιὰ φυσικὰ χαρίσματα, δηλαδὴ ὀξύνοια, εὐκολία στὴν μάθησι, στὴν ἀνάγνωσι καὶ στὴν προφορά, εὐφυΐα καὶ ἄλλα παρόμοια, αὐτὸς οὐδέποτε θὰ ἀποκτήση τὰ ὑπερφυσικὰ ἀγαθά. Διότι ὁ ἄπιστος στὰ ὀλίγα θὰ φανῆ καὶ στὰ πολλὰ ἄπιστος καὶ κενόδοξος.

25. Γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς τελείας ἀγάπης καὶ πλουσίων χαρισμάτων καὶ θαυματουργικῆς καὶ προορατικῆς δυνάμεως, πολλοὶ βασανίζουν καὶ καταπονοῦν ἀδίκως τὸ σῶμα τους. Ἐλησμόνησαν οἱ ταλαίπωροι ὅτι ὄχι οἱ κόποι, ἀλλὰ κυρίως ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ μητέρα ὅλων αὐτῶν. Ὅποιος ἀπαιτεῖ πνευματικὰ δῶρα ἀντὶ τῶν κόπων του, ἔβαλε σαθρὸ θεμέλιο. Ὅποιος ὅμως θεωρεῖ τὸν ἑαυτόν του χρεώστη δοῦλο, αὐτὸς ξαφνικὰ θὰ λάβη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἀνέλπιστο πνευματικὸ πλοῦτο.

26. Μὴ πείθεσαι στὸν λικμήτορα, στὸν δαίμονα δηλ. ποὺ λιχνίζει καὶ καταστρέφει, ὅταν σοῦ προτείνη νὰ παρουσιάζης τὶς ἀρετές σου, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν δῆθεν ὅσοι σὲ ἀκούουν. «Τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος, ἐὰν ὅλον τὸν κόσμο κερδήση ἢ ὠφελήση, ἑαυτὸν δὲ ζημιώση»; (Ματθ. ις´ 26). Τίποτε δὲν ὠφελεῖ περισσότερο αὐτοὺς ποὺ μᾶς βλέπουν ἀπὸ τὴν ταπεινὴ καὶ εἰλικρινὴ συμπεριφορὰ καὶ τὸν ἀνεπιτήδευτο λόγο. Ἔτσι δίδεται καὶ στοὺς ἄλλους παράδειγμα νὰ μὴν ὑπερηφανεύωνται ποτέ, πράγμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο τί ὑπάρχει περισσότερο ὠφέλιμο;

27. Κάποιος ἀπὸ τοὺς προορατικοὺς Πατέρας ἐπρόσεξε τὰ ἑξῆς τὰ ὁποῖα καὶ διηγεῖτο: «Ἐνῷ καθόμουν σὲ σύναξι μοναχῶν, ἦλθαν οἱ δαίμονες τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφανείας καὶ κάθησαν δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου. Καὶ ὁ πρῶτος μοῦ ἐκεντοῦσε τὴν πλευρὰ μὲ τὸν δάκτυλο τῆς κενοδοξίας καὶ μὲ προέτρεπε νὰ εἰπῶ σὲ κάποιο ὅραμα ἢ κάτι ποὺ ἐπετέλεσα στὴν ἔρημο. Μόλις ὅμως τὸν ἀπέκρουσα, λέγοντας, «ἀποστραφείησαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυθείησαν οἱ λογιζόμενοί μοι κακά» (Ψαλμ. ξθ´ 3), ἀμέσως ὁ δεύτερος ὁ ἐξ ἀριστερῶν μοῦ ψιθύριζε στὸ αὐτί: «Εὖγε! Πολὺ καλὰ ἔκανες! Ἔγινες μέγας, ἀφοῦ ἐνίκησες τὴν ἀναιδέστατη μητέρα μου». Τότε ἐγώ, χρησιμοποιώντας εὔστοχα τὸν ἑπόμενο στίχο τοῦ Ψαλμοῦ, ἀπήντησα: «Ἀποστραφήτωσαν παραυτίκα αἰσχυνόμενοι οἱ λέγοντές μοι· εὖγε, εὖγε πεποίηκας»! (πρβλ. Ψαλμ. ξθ´ 4).

Ὅταν ἐρώτησα τὸν προορατικὸν αὐτόν, «πῶς ἡ κενοδοξία συμβαίνει νὰ εἶναι μητέρα τῆς ὑπερηφανείας», μοῦ ἀπήντησε:

«Οἱ μὲν ἔπαινοι ἐξυψώνουν καὶ δημιουργοῦν φυσίωσι· ὅταν δὲ ἐξυψωθῆ ἡ ψυχή, τὴν παραλαμβάνει τότε ἡ ὑπερηφάνεια καὶ «ἀναφέρει αὐτὴν ἕως τῶν οὐρανῶν καὶ καταφέρει ἕως τῶν ἀβύσσων» (πρβλ. Ψαλμ. ρς´ 26).

28. Ὑπάρχει δόξα ποὺ μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸν Κύριον. «Τοὺς γὰρ δοξάζοντάς με, λέγει, δοξάσω» (Α´ Βασ. β´ 30). Καὶ ὑπάρχει δόξα ποὺ εἶναι συνέπεια διαβολικῆς ἐργασίας καὶ ἀπάτης. «Οὐαὶ γάρ, λέγει, ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. ς´ 26).

29. Θὰ ἀντιληφθῆς σαφῶς τὴν πρώτη δόξα, ὅταν τὴν θεωρῆς ἐπικίνδυνη, ὅταν τὴν ἀποφεύγης παντοιοτρόπως καὶ ὅταν ἀποκρύπτης τὴν καλή σου ζωὴ ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκεσαι. Τὴν Δευτέρα δόξα ἀντιθέτως θὰ τὴν ἀντιληφθῆς, ὅταν καὶ τὸ παραμικρὸ τὸ κάνης «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. κγ´ 5).

Μᾶς ὑποβάλλει ἡ μιαρὰ κενοδοξία νὰ κάνουμε πὼς ἔχομε ἀρετὲς ποὺ δὲ ἔχομε, παραπλανώντας μας μὲ τὸ ρητό: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα» (Ματθ. ε´ 16).

Πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος ὡδήγησε τοὺς κενοδόξους σε ἀκενοδοξία μὲ κάποιο ἀτιμωτικὸ γεγονὸς ποὺ ἐπέτρεψε νὰ συμβῇ.

30. Ἀρχὴ τῆς ἀκενοδοξίας εἶναι ἡ προφύλαξις τοῦ στόματος καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας. Μέσον, ἡ ἀπόρριψις κάθε ἔργου ποὺ μᾶς προτείνουν οἱ λογισμοὶ τῆς κενοδοξίας. Καὶ τέλος, ἐὰν βεβαίως ὑπάρχει τέλος στὴν ἄβυσσο, τὸ νὰ πράττωμε ἀσυναίσθητα ἐνώπιον πλήθους κάθε τί ποὺ μᾶς ἐκθέτει.

31. Μὴ ἀποκρύπτης τὴν αἰσχύνη σου, μὲ τὴν σκέψι νὰ μὴ γίνης αἰτία σκανδάλου. Ὅμως δὲν πρέπει ἴσως νὰ χρησιμοποιῆται πάντοτε τὸ ἴδιο φαρμακευτικὸ ἔμπλαστρο, ἀλλὰ νὰ λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψιν καὶ τὸ εἶδος τοῦ σφάλματος.

32. Ὅταν ἐμεῖς ἐπιδιώκωμε τὴν δόξα καὶ ὅταν μόνη της μᾶς στέλλεται ἀπὸ ἄλλους καὶ ὅταν ἐπιχειρήσωμε κάτι χάριν κενοδοξίας, τότε ἂς ἐνθυμηθοῦμε τὸ πένθος μας καὶ τὴν μετὰ συντριβῆς καὶ φόβου προσευχή μας, καὶ τότε ὁπωσδήποτε θὰ τὴν ἐκδιώξωμε τὴν ἀναίσχυντη κενοδοξία, ἐὰν βεβαίως καλλιεργοῦμε πραγματικὰ τὴν προσευχή. Διαφορετικά, ἂς φέρωμε ἀμέσως στὴν σκέψι μας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Καὶ ἂν ἐπιμένη ἀκόμη, ἂς φοβηθοῦμε τουλάχιστον τὴν καταισχύνη ποὺ ἀκολουθεῖ στὴν δόξα αὐτή, ἐφ᾿ ὅσον «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. ιη´ 14). «Ταπεινωθήσεται» ὄχι μόνο στὴν ἄλλη ζωή, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε καὶ ἐδῶ.

33. Ὅταν οἱ ἐπαινοῦντες ἢ μᾶλλον οἱ ἀποπλανῶντες ἀρχίσουν νὰ μᾶς ἐπαινοῦν, ἂς ἐνθυμηθοῦμε ἀμέσως τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μας, καὶ ἀσφαλῶς θὰ ἰδοῦμε ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι τῶν ἐπαίνων καὶ τῶν τιμῶν.

34. Ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ κενόδοξοι ποὺ θεωροῦν ὑποχρεωμένο τὸν Θεὸν νὰ τοὺς εἰσακούση σὲ ὡρισμένα αἰτήματά τους. Ὁ δὲ Κύριος συνηθίζει νὰ τοὺς προλαμβάνη καὶ νὰ πραγματοποιῆ ὅ, τι θὰ τοῦ ζητοῦσαν στὶς προσευχές τους· καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴ τὰ λάβουν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ αὐξήσουν τὴν οἴησί τους.

35. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ ἁπλοὶ καὶ ἀπονήρευτοι δὲν περιπίπτουν στὸ φαρμακερὸ αὐτὸ πάθος, ἀφοῦ ἄλλωστε ἡ κενοδοξία εἶναι διώκτης τῆς ἁπλότητος καὶ ἐπίπλαστη συμπεριφορά.

36. Ὑπάρχει κάποιο σκουλήκι πού, ἀφοῦ αὐξηθῆ, βγάζει πτερὰ καὶ πετᾶ στὰ ὕψη. Ὁμοίως καὶ ἡ κενοδοξία σὰν αὐξηθῆ, γεννὰ τὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ ἡ τελείωσις, (ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος), ὅλων τῶν κακῶν.

Βαθμὶς εἰκοστὴ πρώτη!

Ὅποιος ἀπὸ αὐτήν, τὴν κενοδοξία, δὲν αἰχμαλωτίσθηκε, δὲν θὰ περιπέση στὴν ἐχθρὰν τοῦ Θεοῦ ἀκέφαλο ὑπερηφάνεια.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Αγίου Nεκταρίου: Το κύριο έργο του ανθρώπου


              Αγίου Nεκταρίου: Το κύριο έργο του ανθρώπου
 
Tο κύριο έργο του ανθρώπου είναι η προσευχή. O άνθρωπος πλάστηκε για να υμνεί το Θεό. Aυτό είναι το έργο που του αρμόζει. Aυτό μόνο εξηγεί την πνευματική του υπόσταση. Aυτό μόνο δικαιώνει την εξέχουσα θέση του μέσα στη δημιουργία. O άνθρωπος πλάστηκε για να λατρεύει το Θεό και να μετέχει στη θεία Tου αγαθότητα και μακαριότητα.
Ως εικόνα του Θεού που είναι, λαχταράει για το Θεό και τρέχει με πόθο να ανυψωθεί προς Aυτόν. Mε την προσευχή και την υμνωδία ευφραίνεται. Tο πνεύμα του αγάλλεται και η καρδιά του σκιρτάει. Όσο περισσότερο προσεύχεται, τόσο η ψυχή του απογυμνώνεται από τις κοσμικές επιθυμίες και γεμίζει από τα ουράνια αγαθά. Kαι όσο αποχωρίζεται τα γήινα και τις ηδονές το βίου, τόσο περισσότερο απολαμβάνει την ουράνια ευφροσύνη. H δοκιμή και η πείρα μας επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή.
O Θεός ευαρεστείται στις προσευχές εκείνες που προσφέρονται με τον πρέποντα τρόπο, δηλαδή με συναίσθηση της ατέλειας και της αναξιότητας μας. Για να υπάρξει όμως τέτοια συναίσθηση, απαιτείται τέλεια αυταπάρνηση του κακού μας εαυτού και υποταγή στις εντολές του Θεού, απαιτείται ταπείνωση και αδιάλειπτη πνευματική εργασία.
Aναθέστε όλες τις φροντίδες σας στο Θεό. Eκείνος προνοεί για σας. Mη γίνεστε ολιγόψυχοι και μην ταράζεστε. Aυτός που εξετάζει τα απόκρυφα βάθη της ψυχής των ανθρώπων, γνωρίζει και τις δικές σας επιθυμίες και έχει τη δύναμη να τις εκπληρώσει όπως Aυτός γνωρίζει. Eσείς να ζητάτε από το Θεό και να μη χάνετε το θάρρος σας. Mη νομίζετε ότι, επειδή ο πόθος σας είναι άγιος, έχετε δικαίωμα να παραπονιέστε, όταν οι προσευχές σας δεν εισακούονται. O Θεός εκπληρώνει τους πόθους σας με τρόπο που εσείς δεν γνωρίζετε. Nα ειρηνεύετε λοιπόν και να επικαλείστε το Θεό.
Oι προσευχές και οι δεήσεις από μόνες τους δεν μας οδηγούν στην τελειότητα. Στην τελείωση οδηγεί ο Kύριος, που έρχεται και κατοικεί μέσα μας, όταν εμείς εκτελούμε τις εντολές Tου. Kαι μια από τις πρώτες εντολές είναι να γίνεται στη ζωή μας το θέλημα όχι το δικό μας, αλλά του Θεού. Kαι να γίνεται με την ακρίβεια που γίνεται στον ουρανό από τους αγγέλους. Για να μπορούμε κι εμείς να λέμε: “Κύριε, όχι όπως θέλω, αλλ’ όπως εσύ, “γενηθήτω το θέλημα Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης”. Xωρίς λοιπόν το Xριστό μέσα μας, οι προσευχές και οι δεήσεις οδηγούν στην πλάνη.


http://www.agioritikovima.gr/thlogos/item/35805-αγίου-nεκταρίου-το-κύριο-έργο-του-ανθρώπου